αὐτοσχέδιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftoschedios
|Transliteration C=aftoschedios
|Beta Code=au)tosxe/dios
|Beta Code=au)tosxe/dios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>7</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hand to hand]]: used by Hom., in dat., [[αὐτοσχεδίῃ]] (sc. [[μάχῃ]]) <b class="b2">in close fight, in the mêlée</b>, αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε <span class="bibl">Il.15.510</span>: acc. fem. as Adv., = [[αὐτοσχεδόν]] I, Ἀντιφάτην δ'… πλῆξ' αὐτοσχεδίην <span class="bibl">12.192</span>, <span class="bibl">17.294</span>; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος <span class="bibl">Od.11.536</span>: also ἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι <span class="bibl">Tyrt.11.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[offhand]], [[improvised]], [[rough and ready]], ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>55</span>; ποιήματα αὐ. <span class="bibl">D.H.2.34</span>; μαντικὴ αὐ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>7</span>; τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>600</span>; [[βωμός]], [[τείχη]], <span class="bibl">D.H.1.40</span>, <span class="bibl">3.67</span>; μνῆμα <span class="bibl">Hld.2.4</span>; ναῦς <span class="bibl">Max.Tyr.12.2</span>; of persons, αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a; σοφιστής <span class="bibl">Ach.Tat.5.27</span>; ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν <span class="bibl">D.C. 73.1</span>; <b class="b3">τὸ αὐ</b>., opp. <b class="b3">τὸ περιπτωτικόν</b>, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv. -ίως, γεννηθῆναι <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>2.2</span>; οἰκοδομεῖσθαι <span class="bibl">Paus.6.24.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ready to hand]], ὕλη <span class="bibl">Id.10.32.15</span>; [[wild]], [[natural]], ἄνθη <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>13.50</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>7</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hand to hand]]: used by Hom., in dat., [[αὐτοσχεδίῃ]] (sc. [[μάχῃ]]) <b class="b2">in close fight, in the mêlée</b>, αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε <span class="bibl">Il.15.510</span>: acc. fem. as adverb, = [[αὐτοσχεδόν]] I, Ἀντιφάτην δ'… πλῆξ' αὐτοσχεδίην <span class="bibl">12.192</span>, <span class="bibl">17.294</span>; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος <span class="bibl">Od.11.536</span>: also ἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι <span class="bibl">Tyrt.11.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[offhand]], [[improvised]], [[rough and ready]], ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>55</span>; ποιήματα αὐ. <span class="bibl">D.H.2.34</span>; μαντικὴ αὐ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>7</span>; τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>600</span>; [[βωμός]], [[τείχη]], <span class="bibl">D.H.1.40</span>, <span class="bibl">3.67</span>; μνῆμα <span class="bibl">Hld.2.4</span>; ναῦς <span class="bibl">Max.Tyr.12.2</span>; of persons, αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a; σοφιστής <span class="bibl">Ach.Tat.5.27</span>; ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν <span class="bibl">D.C. 73.1</span>; <b class="b3">τὸ αὐ</b>., opp. <b class="b3">τὸ περιπτωτικόν</b>, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv. -ίως, γεννηθῆναι <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>2.2</span>; οἰκοδομεῖσθαι <span class="bibl">Paus.6.24.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ready to hand]], ὕλη <span class="bibl">Id.10.32.15</span>; [[wild]], [[natural]], ἄνθη <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>13.50</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:20, 30 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχέδιος Medium diacritics: αὐτοσχέδιος Low diacritics: αυτοσχέδιος Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ
Transliteration A: autoschédios Transliteration B: autoschedios Transliteration C: aftoschedios Beta Code: au)tosxe/dios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Plu.Sull.7:—A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée, αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510: acc. fem. as adverb, = αὐτοσχεδόν I, Ἀντιφάτην δ'… πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192, 17.294; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: also ἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12. II offhand, improvised, rough and ready, ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55; ποιήματα αὐ. D.H.2.34; μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7; τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr.600; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67; μνῆμα Hld.2.4; ναῦς Max.Tyr.12.2; of persons, αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a; σοφιστής Ach.Tat.5.27; ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv. -ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2; οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3. 2 ready to hand, ὕλη Id.10.32.15; wild, natural, ἄνθη Lib.Decl.13.50.

German (Pape)

[Seite 403] (σχεδία), α, ον, auch 2 Endungen, 1) Hom. αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, im Handgemenge Faust u. Kraft erproben (vgl. αὐτοσταδία), Il. 15, 510; αὐτοσχεδίην πλήττειν τινά, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen, 12, 192; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od. 11, 536. – 2) Gew. aus dem Stegereif, ἐξ αὐτοσχεδίης H. h. Merc. 55; ἐξ αὐτοσχεδίου Sp., wie Herodian. 7, 8, 25, der auch πόλεμος 7, 4, 8 so braucht; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht, Dion. Hal. 1, 40. 3, 67. Bes. von der Rede u. von Gedichten, Dion. Hal. 2, 34; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχέδιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Σύλλ. 7: - μετὰ δοτ. ὡς τὸ αὐτοσταδίη, ἐκ τοῦ σύνεγγυς, αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε Ἰλ. Ο. 510· κατ’ αἰτ. ὡς Ἐπίρρ. = αὐτοσχεδόν, Ἀντιφάτην δ’., πλῆξ’ αὐτοσχεδίην Μ. 192., Γ. 294· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος πειρώμενος (ἄνευ προπαρασκευῆς), πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 55· ποιήματα αὐτ. Διον. Ἁλ. 2. 34· τριήρη ναυπηγεῖν ὁ αὐτ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 558· ἐπὶ προσώπων, αὐτοσχέδιος ὤν περὶ τὰς ἰσηγορίας Πλούτ. 2. 642Α· ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν Δίων Κ. 73. 1· πρόχειρος, σκηνὰς… ποιοῦνται καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίου Παυσ. 10. 32, 15: - Ἐπίρρ. -ίως Παυσ. 6. 34, 3, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 avec idée de lieu qui se fait sur le lieu même : αὐτοσχεδίῃ (s.e. μάχῃ) μῖξαι χεῖρας IL engager un combat corps à corps ; αὐτοσχεδίην (s.e. πληγήν) τινὰ πλήσσειν IL, OD frapper qqn d’un coup porté de près;
2 qui se fait sur-le-champ, non préparé, improvisé.
Étymologie: αὐτοσχεδόν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas hecho de forma natural, improvisado τετρήρη ... ἐναυπήγησε ... αὐτοσχέδιον Arist.Fr.600, cf. Max.Tyr.6.2, en enálage σκηνὰς ... καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίου tiendas improvisadas de caña y otro material Paus.10.32.15, βωμός D.H.1.40, τεῖχος D.H.3.67, μνῆμα Hld.2.4.4, ποιήματα D.H.2.34, μαντική Plu.Sull.7
de ahí que se da en estado natural αὐτοσχέδια ἄνθη flores silvestres Lib.Decl.13.50
adv. ἐξ αὐτοσχεδίου de forma improvisada Hierocl.Facet.90.
2 de pers. que actúa sin premeditación, con sus propios recursos, que improvisa αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a, αὐτοσχέδιος ... ἦν περὶ τὰ δράματα Sch.Ar.Eq.539, σοφιστής Ach.Tat.5.27.4
subst. τὸ αὐ. propia iniciativa op. τὸ περιπτωτικόν Gal.1.66.
II adv. -ως de improviso ἐγενήθημεν LXX Sap.2.2
improvisadamente οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτοσχέδιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος
αρχ.
(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ
(για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν.

Greek Monotonic

αὐτοσχέδιος: -α, -ον και -ος, -ον,
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αὐτοσχεδίῃ (ενν. μάχῃ), σε στενή μάχη, στη συμπλοκή, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐτοσχεδίην, ως επίρρ. = αὐτοσχεδόν, σε Όμηρ.
II. πρόχειρος, απρογραμμάτιστος, απρομελέτητος, λέγεται γι' αυτόν που φτιάχνει πρόχειρα και αυτοσχέδια τραγούδια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχέδιος: и 3
1) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т. е. без подготовки (τριήρης Arst.; λόγοι Plut.);
2) говорящий экспромтом (περί τι Plut.): οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. не умеющий импровизировать.

Middle Liddell


I. hand to hand, αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in close fight, in the fray, Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = αὐτοσχεδόν, Hom.
II. off-hand, of an improvisatore, Hhymn.