ρώμη: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥώμη]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ρώμα]], Α<br /><b>1.</b> σωματική [[δύναμη]], [[σφρίγος]], [[ισχύς]], [[ευρωστία]] (α. «πρὸς τούτῳ [[ῥώμη]] σώματος τοιήδε»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />β. «τὴν παροῡσαν νῦν ῥώμην πόλεως», <b>Θουκ.</b><br /><b>2.</b> [[ψυχικό]] [[σθένος]], [[θάρρος]], [[γενναιότητα]] («τὴν δὲ ῥώμην τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική, πολεμική [[δύναμη]], [[στράτευμα]]<br /><b>2.</b> [[δεινότητα]], [[ορμή]] («τῆς τῶν λόγων ῥώμης», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>3.</b> [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>4.</b> [[τόλμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐ μιᾷ ῥώμῃ» — όχι με τη [[δύναμη]] ενός ανθρώπου, <b>Σοφ.</b><br />β) «ὁ [[μετὰ]] ῥώμης γιγνόμενος [[θάνατος]]» — [[θάνατος]] που επέρχεται σε [[κατάσταση]] απόλυτης ισχύος ή [[θάνατος]] που επέρχεται στο [[άνθος]] της ηλικίας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους τύπους της οικογένειας του [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Η λ. αρχικά σήμαινε τη [[φυσική]] [[δύναμη]] (<b>πρβλ.</b> [[υγεία]], [[ισχύς]]), ενώ δήλωνε πιο έντονα από την λ. [[ισχύς]] την [[ενεργοποίηση]] και αναφερόταν [[συνήθως]] σε πολεμική [[ορμή]] ή [[δύναμη]] της ψυχής].
|mltxt=η / [[ῥώμη]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ρώμα]], Α<br /><b>1.</b> σωματική [[δύναμη]], [[σφρίγος]], [[ισχύς]], [[ευρωστία]] (α. «πρὸς τούτῳ [[ῥώμη]] σώματος τοιήδε»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />β. «τὴν παροῦσαν νῦν ῥώμην πόλεως», <b>Θουκ.</b><br /><b>2.</b> [[ψυχικό]] [[σθένος]], [[θάρρος]], [[γενναιότητα]] («τὴν δὲ ῥώμην τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική, πολεμική [[δύναμη]], [[στράτευμα]]<br /><b>2.</b> [[δεινότητα]], [[ορμή]] («τῆς τῶν λόγων ῥώμης», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>3.</b> [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>4.</b> [[τόλμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐ μιᾷ ῥώμῃ» — όχι με τη [[δύναμη]] ενός ανθρώπου, <b>Σοφ.</b><br />β) «ὁ [[μετὰ]] ῥώμης γιγνόμενος [[θάνατος]]» — [[θάνατος]] που επέρχεται σε [[κατάσταση]] απόλυτης ισχύος ή [[θάνατος]] που επέρχεται στο [[άνθος]] της ηλικίας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους τύπους της οικογένειας του [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Η λ. αρχικά σήμαινε τη [[φυσική]] [[δύναμη]] (<b>πρβλ.</b> [[υγεία]], [[ισχύς]]), ενώ δήλωνε πιο έντονα από την λ. [[ισχύς]] την [[ενεργοποίηση]] και αναφερόταν [[συνήθως]] σε πολεμική [[ορμή]] ή [[δύναμη]] της ψυχής].
}}
}}

Revision as of 20:20, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / ῥώμη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ρώμα, Α
1. σωματική δύναμη, σφρίγος, ισχύς, ευρωστία (α. «πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε»
Ηρόδ.)
β. «τὴν παροῦσαν νῦν ῥώμην πόλεως», Θουκ.
2. ψυχικό σθένος, θάρρος, γενναιότητα («τὴν δὲ ῥώμην τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον», Ξεν.)
αρχ.
1. στρατιωτική, πολεμική δύναμη, στράτευμα
2. δεινότητα, ορμή («τῆς τῶν λόγων ῥώμης», Κρατίν.)
3. πεποίθηση, εμπιστοσύνη
4. τόλμη
5. φρ. α) «οὐ μιᾷ ῥώμῃ» — όχι με τη δύναμη ενός ανθρώπου, Σοφ.
β) «ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος» — θάνατος που επέρχεται σε κατάσταση απόλυτης ισχύος ή θάνατος που επέρχεται στο άνθος της ηλικίας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους τύπους της οικογένειας του ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Η λ. αρχικά σήμαινε τη φυσική δύναμη (πρβλ. υγεία, ισχύς), ενώ δήλωνε πιο έντονα από την λ. ισχύς την ενεργοποίηση και αναφερόταν συνήθως σε πολεμική ορμή ή δύναμη της ψυχής].