Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.<br />β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]] με σωματική [[μορφή]] (α. «μὴ γὰρ [[εἶναι]] θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῖν», Ιω. Διάκ.<br />β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῦσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωποποιώ]] αφηρημένες έννοιες, [[χρησιμοποιώ]] το [[σχήμα]] της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῖ ὁ [[λόγος]] τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ὅταν]] αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[συγκεντρώνω]] σε ένα [[σημείο]], [[συμπυκνώνω]] («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῦν
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῦσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.<br />β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]] με σωματική [[μορφή]] (α. «μὴ γὰρ [[εἶναι]] θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῖν», Ιω. Διάκ.<br />β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῦσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωποποιώ]] αφηρημένες έννοιες, [[χρησιμοποιώ]] το [[σχήμα]] της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῖ ὁ [[λόγος]] τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ὅταν]] αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[συγκεντρώνω]] σε ένα [[σημείο]], [[συμπυκνώνω]] («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῦν
τες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)<br /><b>5.</b> [[συνθέτω]] σε ενιαίο [[σύνολο]] (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῖν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.<br />β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... [[εἶτα]] [[μετὰ]] τοῦτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)<br /><b>6.</b> [[υλοποιώ]] («[[πίστις]] βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>7.</b> (για τον Χριστό) [[ενσαρκώνω]] («σωματοποιεῖ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυναμώνω]] σωματικά, [[αναζωογονώ]] («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενδυναμώνω]], [[αναζωογονώ]] («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῖν καὶ προσαναλαμβάνειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξυψώνω]], [[μεγαλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i>].
τες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)<br /><b>5.</b> [[συνθέτω]] σε ενιαίο [[σύνολο]] (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῖν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.<br />β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... [[εἶτα]] [[μετὰ]] τοῦτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)<br /><b>6.</b> [[υλοποιώ]] («[[πίστις]] βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>7.</b> (για τον Χριστό) [[ενσαρκώνω]] («σωματοποιεῖ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυναμώνω]] σωματικά, [[αναζωογονώ]] («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενδυναμώνω]], [[αναζωογονώ]] («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῖν καὶ προσαναλαμβάνειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξυψώνω]], [[μεγαλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῦσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.
β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)
2. παριστάνω, απεικονίζω με σωματική μορφή (α. «μὴ γὰρ εἶναι θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῖν», Ιω. Διάκ.
β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῦσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», Αλέξ. Αφρ.)
3. προσωποποιώ αφηρημένες έννοιες, χρησιμοποιώ το σχήμα της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῖ ὁ λόγος τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ὅταν αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)
4. συγκεντρώνω σε ένα σημείο, συμπυκνώνω («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῦν τες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)
5. συνθέτω σε ενιαίο σύνολο (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῖν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.
β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... εἶτα μετὰ τοῦτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)
6. υλοποιώπίστις βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)
7. (για τον Χριστό) ενσαρκώνω («σωματοποιεῖ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)
αρχ.
1. δυναμώνω σωματικά, αναζωογονώ («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», Πολ.)
2. μτφ. ενδυναμώνω, αναζωογονώ («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῖν καὶ προσαναλαμβάνειν», Πολ.)
3. εξυψώνω, μεγαλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιῶ].