χούς: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α<br /><b>1.</b> παλαιό [[αττικό]] [[μέτρο]] υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αγγείο]] πόσης που είχε [[χωρητικότητα]] έναν χου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[συνεισφορά]] για την [[εξασφάλιση]] συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] [[λέσχης]] ή εταιρείας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[Χόες]]<br />η δεύτερη [[ημέρα]] της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι [[χόες]]» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χοῦς]] [[είναι]] δάνεια από το ακκαδικό <i>q</i><i>ū</i> και δεν ανήκει στην [[οικογένεια]] του <i>χέω</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[χοός]] και χοῦ, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χους]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:34, 13 June 2022
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῦ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.