ζύγαστρον: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζύγαστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] κατασκευασμένο από σανίδες [[στερεά]] ενωμένες [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παρὰ Δελφοῑς δὲ [[ζύγαστρον]] καλεῑται τὸ [[γραμματοφυλάκιον]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζύγαστρα λάρνακος» — το [[κάλυμμα]] ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] ([[πρβλ]]. [[δέπαστρον]]-[[δέπας]], [[κάναστρον]]-[[κανούν]]) [[κατά]] το [[πρότυπο]] [[στέγαστρον]]-[[στεγάζω]]-[[στέγη]], [[χωρίς]] όμως τη [[μεσολάβηση]] ρήματος (π.χ. <i>ζυγάζω</i>). Η σημ. της λέξης από το ρ. [[ζυγώ]](-<i>όω</i>) «[[κλείνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]»].
|mltxt=[[ζύγαστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] κατασκευασμένο από σανίδες [[στερεά]] ενωμένες [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παρὰ Δελφοῖς δὲ [[ζύγαστρον]] καλεῑται τὸ [[γραμματοφυλάκιον]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζύγαστρα λάρνακος» — το [[κάλυμμα]] ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] ([[πρβλ]]. [[δέπαστρον]]-[[δέπας]], [[κάναστρον]]-[[κανούν]]) [[κατά]] το [[πρότυπο]] [[στέγαστρον]]-[[στεγάζω]]-[[στέγη]], [[χωρίς]] όμως τη [[μεσολάβηση]] ρήματος (π.χ. <i>ζυγάζω</i>). Η σημ. της λέξης από το ρ. [[ζυγώ]](-<i>όω</i>) «[[κλείνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαστρον Medium diacritics: ζύγαστρον Low diacritics: ζύγαστρον Capitals: ΖΥΓΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: zýgastron Transliteration B: zygastron Transliteration C: zygastron Beta Code: zu/gastron

English (LSJ)

[ῠ], τό, A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in plural, fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῖς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.

Middle Liddell

ζῠ́γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.

Frisk Etymology German

ζύγαστρον: {zúgastron}
Grammar: n.
Meaning: hölzerne Kiste, Kästchen (S., E., X., Delphi IV-IIIa) mit ζυγάστριον (Poll.).
Etymology : Zur Bildung vgl. δέπαστρον : δέπας, κάναστρον : κανοῦν u. a. nach Muster von στέγαστρον : στεγάζω : στέγη u. a. mit Überspringung des vermittelnden Verbs (Chantraine Formation 333f.), somit eher direkt von ζυγόν als von *ζυγάζω, wohl nach dem verbindenden oder verschließenden Querholz ("παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι" Phot.; vgl. Bechtel Dial. 2, 155). — Verfehlt Ehrlich KZ 40, 375.
Page 1,614