ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»].
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ], A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270. 2. swim to or over to, c. acc., Call.Del.21. 3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l’eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1) (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2) доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.