επαφή: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπαφή]])<br />αφή, [[ψηλάφηση]], [[άγγιγμα]] («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρώτη [[συνάντηση]] με σκοπό στενότερες σχέσεις ή [[έναρξη]] διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε [[επαφή]] με τους υπευθύνους του περιοδικού»)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[συνάφεια]] («δεν έχω [[επαφή]] [[μαζί]] του»)<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> η [[επιφάνεια]] σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> α) [[σημείο]] ή [[περιοχή]] [[κατά]] την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται [[έτσι]] ώστε να αποκαθίσταται [[μεταξύ]] τους ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]]<br />β) το [[σύστημα]] δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]], [[καθώς]] και η [[λειτουργία]] που αποκαθιστά τη [[σύνδεση]] αυτή<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[επαφή]] σε ένα [[σημείο]] έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία [[καμπύλη]] και μία [[επιφάνεια]], όταν στο [[σημείο]] αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία [[περίπτωση]], η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> η [[προσέγγιση]] [[προς]] τον εχθρό ο [[οποίος]] κινείται ή σταθμεύει<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> γενικά, η αμοιβαία [[προσέγγιση]] του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> η [[αίσθηση]] της [[αφής]]<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[νόηση]] («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ [[εἴτε]] [[γνῶσις]] [[εἴτε]] [[ἐπαφή]]», Επίκ.)<br /><b>4.</b> αυστηρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]] («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αφή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άπτομαι]] «[[εγγίζω]]»)].
|mltxt=η (AM [[ἐπαφή]])<br />αφή, [[ψηλάφηση]], [[άγγιγμα]] («τυφλοῖς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρώτη [[συνάντηση]] με σκοπό στενότερες σχέσεις ή [[έναρξη]] διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε [[επαφή]] με τους υπευθύνους του περιοδικού»)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[συνάφεια]] («δεν έχω [[επαφή]] [[μαζί]] του»)<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> η [[επιφάνεια]] σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> α) [[σημείο]] ή [[περιοχή]] [[κατά]] την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται [[έτσι]] ώστε να αποκαθίσταται [[μεταξύ]] τους ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]]<br />β) το [[σύστημα]] δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]], [[καθώς]] και η [[λειτουργία]] που αποκαθιστά τη [[σύνδεση]] αυτή<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[επαφή]] σε ένα [[σημείο]] έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία [[καμπύλη]] και μία [[επιφάνεια]], όταν στο [[σημείο]] αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία [[περίπτωση]], η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> η [[προσέγγιση]] [[προς]] τον εχθρό ο [[οποίος]] κινείται ή σταθμεύει<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> γενικά, η αμοιβαία [[προσέγγιση]] του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> η [[αίσθηση]] της [[αφής]]<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[νόηση]] («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ [[εἴτε]] [[γνῶσις]] [[εἴτε]] [[ἐπαφή]]», Επίκ.)<br /><b>4.</b> αυστηρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]] («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αφή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άπτομαι]] «[[εγγίζω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐπαφή)
αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῖς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)
νεοελλ.
1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους του περιοδικού»)
2. σχέση, συνάφεια («δεν έχω επαφή μαζί του»)
3. γεωλ. η επιφάνεια σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών
4. (ηλεκτρ.) α) σημείο ή περιοχή κατά την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται έτσι ώστε να αποκαθίσταται μεταξύ τους ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση
β) το σύστημα δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση, καθώς και η λειτουργία που αποκαθιστά τη σύνδεση αυτή
5. μαθ. επαφή σε ένα σημείο έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία καμπύλη και μία επιφάνεια, όταν στο σημείο αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία περίπτωση, η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας
6. στρ. η προσέγγιση προς τον εχθρό ο οποίος κινείται ή σταθμεύει
7. (ψυχολ.) γενικά, η αμοιβαία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων
αρχ.
1. τρόπος ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων
2. η αίσθηση της αφής
3. αντίληψη, νόηση («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφή», Επίκ.)
4. αυστηρή μεταχείριση, τιμωρία («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφή (< άπτομαι «εγγίζω»)].