διαγωνίζομαι: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διᾰγωνίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> вести борьбу, бороться (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τὴν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; [[ὑπέρ]] τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.): μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. дать решительный бой;<br /><b class="num">2)</b> бороться, состязаться (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.). | |elrutext='''διᾰγωνίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> вести борьбу, бороться (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τὴν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; [[ὑπέρ]] τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.): μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. дать решительный бой;<br /><b class="num">2)</b> [[бороться]], [[состязаться]] (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:37, 19 August 2022
English (LSJ)
A contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12; τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr.602; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17; περί τινος Luc.VH2.8: abs., μάχῃ δ. Th.5.10; λόγῳ δ. Pl. Grg.456b, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest, περί τινος Aeschin.3.132:—Pass., διηγώνισται Plu.2.556e; πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9, etc.
German (Pape)
[Seite 575] 1) mit Einem wettkämpfen, τινί, Alc. 1, 123 d; Xen. Mem. 3, 9, 2; πρὸς τοὺς πολεμίους Cyr. 1, 6, 26, u. öfter; Isocr. 4, 147; Pol. 2, 10, 6; auch λόγῳ, Plat. Gorg. 456 c; übh. = eifrig kämpfen; Thuc. μάχῃ, 5, 10, d. i. entscheiden; Pol. 1, 11, 14 u. öfter; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen, Aesch. 3, 206. – 2) durch-, auskämpfen, ἀγῶνα, Luc. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰγωνίζομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι, μάχομαι ἐναντίον, τινι καὶ πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους αὐτόθι 1. 2, 12. ΙΙ. ἀγωνίζομαι ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· ἀγωνίζομαι ἁμιλλώμενος πρός τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 (διά l’un contre l’autre) lutter contre : τινι ou πρός τινα contre qqn;
2 (διά jusqu’au bout) lutter jusqu’au bout, soutenir une lutte avec opiniâtreté, lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀγωνίζομαι.
Spanish (DGE)
1 luchar μάχῃ δ. librar batalla Th.5.10, cf. 8.46
•luchar contra c. dat. de pers., X.Mem.3.9.2, Pl.Alc.1.123d, c. πρός y ac., X.Cyr.1.6.26, Plb.3.43.7, πρὸς ἀλλήλους Plb.3.62.6, πρός τε Προυσίαν ... καὶ τοὺς Γάλατας RFIC 60.1932.446 (Telmeso II a.C.)
•c. περί y gen. luchar por περὶ τοῦ κύριος ἑτέρων εἶναι δ. Aeschin.3.132, περὶ τῶν πραγμάτων IIl.32.9 (III a.C.), περὶ τῆς ... χώρας καὶ πατρίδος Plb.2.35.8, cf. D.7.8, Luc.VH 2.8
•c. ὑπέρ y gen. luchar en defensa de πρὸς Καρχηδονίους ὑπὲρ τῆς Σικελιωτῶν ἀρχῆς διηγωνίζοντο Plb.2.20.10, cf. D.H.3.17
•fig. hacer frente, arrostrar πρὸς τὴν βίαν τῶν πνευμάτων Gr.Nyss.Mart.2.161.24.
2 disputar, luchar λόγῳ δ. Pl.Grg.456b, Isoc.15.147, διαγωνισάμενος μετὰ τῶν συμπρεσβευτῶν πρὸς τοὺς ἀντικειμένους τῶν ἐγχωρίων CRIA 167.10 (Apolonia II a.C.), πράξεις ... τὰς ὑπὸ σοῦ διαγωνισθείσας Socr.Ep.28.9
•en perf. haber decidido un conflicto, zanjar una cuestión ὁ λόγος ... διηγώνισται tu argumento zanja la cuestión Zach.Mit.Opif.M.85.1120B.
3 celebrar un certamen agonístico περὶ τῆς τέχνης διαγωνιεῖσθ' ἔφασκε πρός γ' Εὐριπίδην ref. a Esquilo, Ar.Ra.794, un certamen coral, X.HG 6.4.16, un certamen atlético, en metáf., Plu.2.556e.
Greek Monolingual
(AM διαγωνίζομαι)
αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη
αρχ.
1. μάχομαι εναντίον κάποιου
2. αγωνίζομαι σε δίκη
3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ
4. αποφασίζω να αγωνιστώ
5. τελειώνω τον αγώνα.
Greek Monotonic
διᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι ή πολεμώ εναντίον, τινι και πρός τινα, σε Ξεν.
II. αγωνίζομαι απελπισμένα, διαγωνίζομαι με άμιλλα, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διᾰγωνίζομαι:
1) вести борьбу, бороться (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τὴν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; ὑπέρ τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.): μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. дать решительный бой;
2) бороться, состязаться (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αγωνίζομαι strijden:; μάχῃ δ. aan een gevecht deelnemen Thuc. 5.10.3; λόγῳ δ. het met het woord tegen elkaar opnemen Plat. Grg. 456b; aor. de wedstrijd afmaken:. τὸν... χορὸν διαγωνίσασθαι εἴων zij lieten het koor de wedstrijd afmaken Xen. Hell. 6.4.16.
Middle Liddell
fut. attic ιοῦμαι
I. Dep. to contend, struggle or fight against, τινι and πρός τινα Xen.
II. to fight desperately, contend earnestly, Thuc., Xen.