γομφόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γομφόω:'''<br /><b class="num">1)</b> сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται [[σκάφος]] στρέβλαισι Aesch.; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;<br /><b class="num">2)</b> свертывать ([[γάλα]] Emped. ap. Plut.).
|elrutext='''γομφόω:'''<br /><b class="num">1)</b> сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται [[σκάφος]] στρέβλαισι Aesch.; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;<br /><b class="num">2)</b> [[свертывать]] ([[γάλα]] Emped. ap. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφόω Medium diacritics: γομφόω Low diacritics: γομφόω Capitals: ΓΟΜΦΟΩ
Transliteration A: gomphóō Transliteration B: gomphoō Transliteration C: gomfoo Beta Code: gomfo/w

English (LSJ)

A fasten with bolts or fasten with nails, especially of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος = the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor). II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.

German (Pape)

[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.

Greek (Liddell-Scott)

γομφόω: συναρμόζω, συνδέω διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἴκρια γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται σκάφος, τοῦ πλοίου τὸ κοίλωμα εἶναι ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐγόμφωσα;
Pass. ao. ἐγομφώθην, pf. γεγόμφωμαι;
assujettir avec des chevilles.
Étymologie: γόμφος.

Spanish (DGE)

1 unir, ensamblar o armar por medio de grapas o machihembrado διάτοιχα IG 22.463.57 (IV a.C.), esp. de barcos ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447, cf. Poll.1.84, en v. pas. γεγόμφωται σκάφος el casco del barco está rematado A.Supp.440, cf. Orph.A.259, AP 11.248 (Bianor)
por otros medios, tb. en v. pas. ser o estar clavado γομφωθεὶς σκολόπεσσι de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11, γεγόμφωνται δ' ἅπαντες están todos (los dientes) implantados Gal.2.754
sent. obs. de los maricas pasivos γομφούμενοί τε καὶ διασφηνούμενοι Ps.Archil.291.5
fig. πράγματα ... γομφούμενα planes bien armados Ar.Eq.463.
2 ligar, cuajar ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.B 33.

Greek Monotonic

γομφόω: μέλ. -ώσω, συνδέω με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται σκάφος, το κοίλωμα (το σκαρί) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γομφόω:
1) сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται σκάφος στρέβλαισι Aesch.; ναῦς γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;
2) свертывать (γάλα Emped. ap. Plut.).

Middle Liddell

[from γόμφος
to fasten with bolts, of ships:—in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γομφόω γόμφος
1. door pinnen met elkaar verbinden, in elkaar spijkeren :. γεγόμφωται σκάφος de boot zit in elkaar Aeschl. Suppl. 440.
2. overdr. doen stollen, stremmen. Emped. B 33.