κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 :")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, (κοίτη)
A abed, κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ = o pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.
II Subst., τὸ κοιταῖον = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.
2 τὰ κοιταῖα = evening libations, τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν = take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Greek Monolingual

κοιταῖος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῖον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῖος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῖον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῖα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κοιταῖος: -α, -ον (κοίτη
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, παρά Δημ.
2. ως ουσ. κοιταῖον, τό, φωλιά άγριου θηρίου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κοιταῖος:
1) спящий, ночующий (κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);
2) ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.

Middle Liddell

κοιταῖος, η, ον κοίτη
1. in bed, ap. Dem.
2. as substantive, κοιταῖον, ου, τό, the lair of a wild beast, Plut.