θῦμα: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 :")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῦμα:''' у Thuc. лак. [[σῦμα]], ατος τό [[θύω]]<br /><b class="num">1)</b> жертва: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);<br /><b class="num">2)</b> [[жертвоприношение]] (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).
|elrutext='''θῦμα:''' у Thuc. лак. [[σῦμα]], ατος τό [[θύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[жертва]]: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);<br /><b class="num">2)</b> [[жертвоприношение]] (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῦμα Medium diacritics: θῦμα Low diacritics: θύμα Capitals: ΘΥΜΑ
Transliteration A: thŷma Transliteration B: thyma Transliteration C: thyma Beta Code: qu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (θύω A) A victim, sacrifice, SIG56.31 (Argos, v B.C.), A. Ag.1310, S.Ph.8,Ar.Av.901, Wilcken Chr.1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53; θ. θύειν, θύσασθαι, Pl.Plt.290e, R.378a, etc.; usually of animals, but πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, S.El.634; <ἁγνὰ> θ., opp. ἱερεῖα, expld. by Sch. as cakes in the form of animals, Th.1.126, cf. Pl.Lg.782c, Poll.1.26: prov., θ. Δελφόν 'Barmecide's feast', Call.Iamb.1.98. 2 pl., of animals slaughtered for food, LXX Ge.43.16. 3 metaph., of persons, θ. λεύσιμον, prob. of Clytemnestra, A.Ag.1118 (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5. II act of sacrifice, ὧδ' ἦν τὰ κείνης θ. S.El.573. [θῠμα only Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]

German (Pape)

[Seite 1222] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Thieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben λοιβή Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – θῦμα ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).

Greek (Liddell-Scott)

θῦμα: τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, προσφορά, σφάγιον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι εἶναι πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. θυσία, ὡς πρᾶξις, ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ θυσία τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ ἐκδίκησις διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 victime offerte en sacrifice ; sacrifice : θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος THC sacrifice offert à Apollon ; θῦμα λεύσιμον ESCHL sacrifice d’une victime à lapider ; p. ext. offrande (de fruits);
2 gâteau pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

English (Slater)

θῡμα
   1 offering for sacrifice. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.

Spanish

sacrificio

Greek Monolingual

το (ΑΜ θῡμα) θύω
ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά
νεοελλ.-μσν.
1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)
2. αυτός που έχει υποστεί ζημία, φθορά, εκμετάλλευσηθύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος»)
αρχ.
1. η θυσία ως πράξη («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», Σοφ.)
2. φρ. α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από κάθε είδους καρπό
β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα
3. παροιμ. «θῡμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική σφαγή ή δίωξη φίλων
4. στον πληθ. τὰ θύματα
σφάγια που προορίζονται για τροφή.

Greek Monotonic

θῦμα: -ατος, τό (θύω Α),
I. αυτό το οποίο σφάζεται ή προσφέρεται, αυτό που θυσιάζεται, θύμα, θυσία, προσφορά, σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.· πάγκαρπα θύματα, προσφορές, από όλα τα φρούτα, σε Σοφ.
II. η πράξη της θυσίας, τελετή, στον ίδ.· μεταφ., θῦμα λεύσιμον, θυσία που πραγματοποιείται μέσω λιθοβολισμού (των δολοφόνων), σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θῦμα: у Thuc. лак. σῦμα, ατος τό θύω
1) жертва: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);
2) жертвоприношение (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).

Middle Liddell

θῦμα, ατος, τό, [θύω1]
I. that which is slain or offered, a victim, sacrifice, offering, Trag., Thuc., etc.; πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, Soph.
II. sacrifice, as an act, Soph.: metaph., θ. λεύσιμον a sacrifice to be avenged by stoning [the murderers], Aesch.

English (Woodhouse)

sacrifice, victim

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)