θορυβοποιός: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoryvopoios
|Transliteration C=thoryvopoios
|Beta Code=qorubopoio/s
|Beta Code=qorubopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[making an uproar]], [[turbulent]], πλῆθος <span class="bibl">Plu. <span class="title">Mar.</span>28</span>.</span>
|Definition=όν, [[making an uproar]], [[turbulent]], [[πλῆθος]] Plu. Mar.28.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:08, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβοποιός Medium diacritics: θορυβοποιός Low diacritics: θορυβοποιός Capitals: ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thorybopoiós Transliteration B: thorybopoios Transliteration C: thoryvopoios Beta Code: qorubopoio/s

English (LSJ)

όν, making an uproar, turbulent, πλῆθος Plu. Mar.28.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm machend, Unruhe anstiftend, aufrührerisch, Plut. Phoc. 16 Mar. 28.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβοποιός: -όν, ὁ ποιῶν θόρυβον, ταραχώδης, Πλούτ. ἐν Μαρ. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.
Étymologie: θόρυβος, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θορυβοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

θορῠβοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που προκαλεί, δημιουργεί θόρυβο ή ταραχή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβοποιός:
1) шумливый, беспокойный (πλῆθος Plut.);
2) сеющий смуту, мятежный (θ. καὶ νεωτεριστής Plut.).

Middle Liddell

θορῠβο-ποιός, όν ποιέω
making an uproar, Plut.