χειμάρροος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χειμάρροος:'''<br /><b class="num">I</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] 2 вздувшийся (от дождей или талых снегов), стремительный, бурный ([[ποταμός]] Hom.; ῥεῖθρα Soph.; [[ὕδωρ]] Eur.; [[χαράδρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> (бурный) поток Xen., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> отводной канал, водосток Dem. | |elrutext='''χειμάρροος:'''<br /><b class="num">I</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] 2 вздувшийся (от дождей или талых снегов), стремительный, бурный ([[ποταμός]] Hom.; ῥεῖθρα Soph.; [[ὕδωρ]] Eur.; [[χαράδρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> (бурный) поток Xen., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[отводной канал]], [[водосток]] Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, contr. χειμάρρους, ουν, and shortened χείμαρρος, ον: (χεῖμα, ῥέω):—
A winter-flowing, swollen by rain and melted snow, of mountain-streams,
I joined with ποταμός, ὅν τε [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ 5.88; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες 4.452; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81, cf. Thgn.348; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant.712; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι E.Tr.449 (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba.1093; χαράδρα χ. Plb.10.30.2.
2 πλεκτάνη χειμάρροος seems to be rushing, furious lightning A.Fr.281.
II Subst., torrent, Pl. Lg.736b, X.HG4.4.7; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε D.18.153.
2 simply, river, LXX Nu.34.5.
3 drain, gutter, οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19.
4 valley, watercourse, LXX 4 Ki.3.16. (Plur. accented χείμαρροι by Ptol.Ascal., χειμάρροι by Nicias, Eust. 496.37; later nom. χείμαρρος Paus.9.33.7, 10.37.3, acc. χείμαρρον LXX l.c. cod.Alex., Ps.123(124).4, Paus.1.35.7.)
Greek (Liddell-Scott)
χειμάρροος: -ον, κατ’ Ἀττ. συναίρ. -ρρους, ουν, καὶ συντετμημένον χείμαρρος, ον· (χεῖμα, ῥέω)· ― ὁ ῥέων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἐξογκούμενος ὑπὸ τῶν βροχῶν καὶ τῆς τηκομένης χιόνος, ἐπίθ. τῶν ἐκ τῶν ὀρέων κατερχομένων ὑδάτων καὶ ποταμίων. 1) συνημμένον τῷ ποταμός, ὃν τε [δηλ. ὁλοοίτροχον] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Ἰλ. Ν. 138· ὡς δ’ ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ’ ὄρεσφιν Λ. 492· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡσαύτως ποιεῖται χρῆσιν τοῦ τύπου χείμαρρος, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ Ε. 88· ὡς δ’ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ’ ὄρεσφι ῥέοντες Δ. 452· ― οὕτω, χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Θέογν. 348· οὕτω παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ χείμαρρος, παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Σοφ. Ἀντιγ. 712, φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· διὰ χειμάρρου νάπης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1093· οὕτω, χαράδρα χ. Πολύβ. 10. 30, 2. 2) ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280, πλεκτάνη χειμάρροος φαίνεται ὅτι σημαίνει ἀστραπὴν ὁρμητικῶς φερομένην (πρβλ. πυρὸς βόστρυχος), ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1044. ΙΙ. ὡς οὐσ. (ἄνευ τοῦ ποταμός), ὡς καὶ νῦν, ξηροπόταμον ὅπερ ἐν καιρῷ ῥαγδαίας βροχῆς γίνεται ὁρμητικώτατος ποταμός, Πλάτ. Νόμ. 736Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε Δημ. 278. 9· μεταφορ., σὺν χειμάρρῳ, παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ὁρμητικοῦ χειμάρρου, Πίνδ. Ἀποσπ. 90. 2) ὡς τὸ χαράδρα ΙΙ. 2, ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὕδατος, Δημ. 1277. 5. (Οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ Ὁμήρου διέφερον ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν τῆς λέξεως χειμαρρος, ― οἱ μὲν τονίζοντες ὡς εἰ ἦτο ἀνεξάρτητον οὐσιαστικ. χείμαρρος, οἱ δὲ ὡς ἐπίθ. χειμάρρος (ἀντὶ χειμάρροος), Εὐστάθ. 496. 38· ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Payne Knight, προτείνει ἀντὶ χειμάρρος νὰ γράφηται χειμάροος, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὠκύροος).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
formé ou grossi par des pluies d’orage ou d’hiver;
ὁ χειμάρροος, torrent.
Étymologie: χεῖμα, ῥέω.
English (Autenrieth)
(σρέω), χειμάρρους, χείμαρρος: flooded with winter snow, winter-flowing.
Greek Monotonic
χειμάρροος: -ον, σε Αττ. συνηρ. -ρους, -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον (ῥέω)·
I. 1. αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το νερό της βροχής και το λιωμένο χιόνι, ποταμὸς χείμαρρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις, σε Σοφ.· φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι, σε Ευρ.
II. 1. ως ουσ. (χωρίς το ποταμός), χείμαρρος, σε Ξεν., Δημ.
2. όπως χαράδρα II. 2., σωλήνας, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χειμάρροος:
I стяж. χειμάρρους, тж. χείμαρρος 2 вздувшийся (от дождей или талых снегов), стремительный, бурный (ποταμός Hom.; ῥεῖθρα Soph.; ὕδωρ Eur.; χαράδρα Polyb.).
II стяж. χειμάρρους, тж. χείμαρρος ὁ
1) (бурный) поток Xen., Plat., Dem., Plut.;
2) отводной канал, водосток Dem.