παροικοδομέω: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παροικοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[застраивать]], [[закрывать постройкой]] (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[замуровывать]], [[заделывать]] (τὰς εἰσόδους Arst.). | |elrutext='''παροικοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строить рядом]] (τεῖχός τινι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[застраивать]], [[закрывать постройкой]] (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[замуровывать]], [[заделывать]] (τὰς εἰσόδους Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:30, 19 August 2022
English (LSJ)
A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.
German (Pape)
[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.
Greek (Liddell-Scott)
παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παροικοδομέω:
1) строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2) застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3) замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οικοδομέω bouwen naast.
Middle Liddell
fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.
Greek Monolingual
παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].