ἐφόρμησις: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐφόρμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> стояние на якоре (с целью блокады), морская блокада: δι᾽ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης Thuc. так как (неприятельские) корабли стоят на якоре в небольшом расстоянии;<br /><b class="num">2)</b> стоянка кораблей (ἐ. τῇ στρατιᾷ ἱκανωτάτη Thuc.). | |elrutext='''ἐφόρμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[стояние на якоре]] (с целью блокады), морская блокада: δι᾽ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης Thuc. так как (неприятельские) корабли стоят на якоре в небольшом расстоянии;<br /><b class="num">2)</b> [[стоянка кораблей]] (ἐ. τῇ στρατιᾷ ἱκανωτάτη Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:10, 19 August 2022
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (ἐφορμέω) A lying at anchor so as to watch an enemy, blockading, Th.2.89, 8.15; means of so doing, Id.6.48; ἐ. παρασχεῖν Id.3.33.
ἐφόρμ-ησις (B), εως, ἡ, (ἐφορυάω) A onset, attack, ἐχθρῶν Ph.2.174; κατ' ἐχθρῶν ib.296: pl., App.BC5.106. 2 approach, Hld.8.9.
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, = ἐφορμή, der Ort zum Angriff, der Angriff, δι' ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, Thuc. 2, 89, da man nur in kleinem Raume angreifen konnte; – das Einlaufen der Schiffe, um sich vor Anker zu legen, die Anfurt, λιμένα καὶ ἐφόρμησιν τῇ στρατιᾷ ib. 6, 48; bes. in feindlicher Absicht, Blokade, 8, 14 u., wo es der φυλακή entspricht, 3, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφόρμησις: -εως, ἡ, (ἐφορμέω) τὸ ἐφορμεῖν πρὸς ἐπιτήρησιν τοῦ ἐχθροῦ, ἡ θέσις ἣν κατέχουσι τὰ τῶν πολεμίων πλοῖα, = ἔφορμοι, ἄλλως τε καὶ δι’ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, διότι καὶ ὁ σταθμὸς τῶν πολεμίων εἶναι εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Θουκ. 2. 89 (ἔνθα ἴδε Arnold.)· μέσον ἢ εὐκολία πρὸς τοῦτο, ὁ αὐτ. 6. 48., 8. 15· ἐφ. παρέχει ὁ αὐτ. 3. 33. Ἐνίοτε φέρεται: ἐφόρμισις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις. Πρβλ. ἔφορμος, ὁ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mouillage;
2 particul. mouillage en face d’un port ou d’une flotte ennemie ; blocus.
Étymologie: ἐφορμέω.
Greek Monotonic
ἐφόρμησις: -εως, ἡ (ἐφορμέω), άραγμα πλοίου που εκτελεί ναυτικό αποκλεισμό, σε Θουκ.· τρόπος ή μέσο αποκλεισμού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφόρμησις: εως ἡ
1) стояние на якоре (с целью блокады), морская блокада: δι᾽ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης Thuc. так как (неприятельские) корабли стоят на якоре в небольшом расстоянии;
2) стоянка кораблей (ἐ. τῇ στρατιᾷ ἱκανωτάτη Thuc.).
Middle Liddell
ἐφόρμησις, εως ἐφορμέω
a lying at anchor so as to watch an enemy, blockading, Thuc.: a means of so doing, Thuc.