καταπιθανεύομαι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπῐθᾰνεύομαι:''' убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext. | |elrutext='''καταπῐθᾰνεύομαι:''' [[убедительно говорить]], [[пользоваться убедительными доводами]] Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
A use probable arguments, S.E.M.8.324.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.
Greek Monolingual
καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].
Russian (Dvoretsky)
καταπῐθᾰνεύομαι: убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext.