ἀνθοφόρος: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθοφόρος:''' приносящий цветы, цветущий ([[ἄλσος]] Arph., Anth.). | |elrutext='''ἀνθοφόρος:''' [[приносящий цветы]], [[цветущий]] ([[ἄλσος]] Arph., Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] flowers, [[flowery]], Ar., Anth. | |mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] flowers, [[flowery]], Ar., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5. II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀ. sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀ. Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, Smilax áspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
Greek Monotonic
ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).