ἀσκωλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσκωλιάζω:''' прыгать на одной ноге (на смазанных маслом кожаных мехах - обычай или обряд в Афинах во 2-й день сельских Дионисий - τὰ [[Ἀσκώλια]] Arph., Plat., Plut., Luc., перен. о животных - ἀ. ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arst.).
|elrutext='''ἀσκωλιάζω:''' [[прыгать на одной ноге]] (на смазанных маслом кожаных мехах - обычай или обряд в Афинах во 2-й день сельских Дионисий - τὰ [[Ἀσκώλια]] Arph., Plat., Plut., Luc., перен. о животных - ἀ. ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ασκώλια]<br />to [[dance]] as at the [[Ἀσκώλια]], Ar.
|mdlsjtxt=[ασκώλια]<br />to [[dance]] as at the [[Ἀσκώλια]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιάζω Medium diacritics: ἀσκωλιάζω Low diacritics: ασκωλιάζω Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΖΩ
Transliteration A: askōliázō Transliteration B: askōliazō Transliteration C: askoliazo Beta Code: a)skwlia/zw

English (LSJ)

A hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια, Ar.Pl.1129 (cf. Sch.). II hop on one leg, ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA705b33, cf. Ael.NA3.13, Plu.2.621f, Gal.11.106; also, jump up and down with legs held together, Sch.Orib.3p.689D. (Signf. ΙΙ may be original and the connection with ἀσκός due to popular etymology.)

German (Pape)

[Seite 372] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιάζω: μέλλ. -άσσω, πηδῶ ἐπάνω εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «κυρίως δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι ἕνεκα τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. αὐτόθι· - ἀσκωλίαζ’ ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ πρός γε τούτοις ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, ὁπόθεν φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς ἐφάλλομαι, ὡς νῦν παίζω τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· τύπος τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν σκέλος ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.

French (Bailly abrégé)

f. ἀσκωλιάσω;
sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.
Étymologie: ἀ- prosth., σκωλιάζω -- DELG soit ἀσκός, car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec σκωλοβατίζω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀσκωλίζω Pl.Smp.190d (algunos cód.), Phryn.PS 42
1 andar a la pata coja ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες Pl.Smp.190d, ἀσκωλιάζουσι ... ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA 705b33, cf. Orib.44.27.12., Phryn.l.c., Hsch.
apoyarse en una sola pata (αἱ γέρανοι) ἑστᾶσι μὲν ἀσκωλιάζουσαι Ael.NA 3.13.
2 saltar a la pata coja sobre un odre engrasado en las Ascolias u otras fiestas ἀσκωλίαζ' ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ar.Pl.1129, ἀσκωλιάζοντας πίνειν Alciphr.3.15.3, cf. Luc.Lex.2, Hsch., Eust.1646.21.
• Etimología: Etim. dud. Rel. ἀσκός ‘odre’ q.u. y σκέλος ‘pierna’ por etim. pop., tb. deriv. por otros de *ἄσκωλος < *ἀν-σκωλος, cf. σκωλοβατίζω, ἀγκωλιάζω.

Greek Monolingual

ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) ασκώλια
1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων
2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό.

Greek Monotonic

ἀσκωλιάζω: μέλ. -σω, χορεύω όπως στα Ἀσκώλια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκωλιάζω: прыгать на одной ноге (на смазанных маслом кожаных мехах - обычай или обряд в Афинах во 2-й день сельских Дионисий - τὰ Ἀσκώλια Arph., Plat., Plut., Luc., перен. о животных - ἀ. ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arst.).

Middle Liddell

[ασκώλια]
to dance as at the Ἀσκώλια, Ar.