δόκημα: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[creencia]], [[opinión]] δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν [[ἐλπίς]] E.<i>HF</i> 771, δοκήμασι según las opiniones</i>, según creen</i> E.<i>IT</i> 176.<br /><b class="num">2</b> [[aparición]], [[visión]] δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.<i>HF</i> 112.<br /><b class="num">3</b> [[apariencia]], [[parecer]] τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.<i>Tr</i>.411, τὰ δοκήματα op. τὰ φύντα ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.<i>Fr</i>.18M.<br /><b class="num">II</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[decreto]] ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις <i>Nouveau Choix</i> 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. <i>SEG</i> 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).<br /><b class="num">2</b> [[sentencia]], [[decisión]] en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto <i>IG</i> 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.). | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[creencia]], [[opinión]] δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν [[ἐλπίς]] E.<i>HF</i> 771, δοκήμασι según las opiniones</i>, según creen</i> E.<i>IT</i> 176.<br /><b class="num">2</b> [[aparición]], [[visión]] δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.<i>HF</i> 112.<br /><b class="num">3</b> [[apariencia]], [[parecer]] τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.<i>Tr</i>.411, τὰ δοκήματα op. [[τὰ φύντα]] ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.<i>Fr</i>.18M.<br /><b class="num">II</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[decreto]] ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις <i>Nouveau Choix</i> 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. <i>SEG</i> 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).<br /><b class="num">2</b> [[sentencia]], [[decisión]] en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto <i>IG</i> 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 22 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359. 2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.). II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.
Greek (Liddell-Scott)
δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vision;
2 apparence;
3 opinion.
Étymologie: δοκέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I abstr.
1 creencia, opinión δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν ἐλπίς E.HF 771, δοκήμασι según las opiniones, según creen E.IT 176.
2 aparición, visión δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.HF 112.
3 apariencia, parecer τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.Tr.411, τὰ δοκήματα op. τὰ φύντα ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.Fr.18M.
II concr.
1 decreto ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις Nouveau Choix 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. SEG 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).
2 sentencia, decisión en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto IG 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.).
Greek Monolingual
δόκημα, το (Α) δοκώ
1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων»)
2. γνώμη, προσδοκία
3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).
Greek Monotonic
δόκημα: -ατος, τό (δοκέω),·
1. όραμα, φάντασμα, σε Ευρ.· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.
2. γνώμη, προσδοκία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δόκημα: ατος τό
1) мнение: δοκημάτων ἐκτός Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;
2) видение, призрак (δ. νυκτερωπόν Eur.).
Middle Liddell
n δοκέω
1. a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur.
2. opinion, expectation, Eur.
English (Woodhouse)
appearance, conceit, fancy, idea, imagination, notion, semblance, mere opinion