μυσταγωγία: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυστᾰγωγία:''' ἡ посвящение в таинства Plut.
|elrutext='''μυστᾰγωγία:''' ἡ [[посвящение в таинства]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυστᾰγωγία, ἡ,<br />[[initiation]] [[into]] the mysteries, Plut.
|mdlsjtxt=μυστᾰγωγία, ἡ,<br />[[initiation]] [[into]] the mysteries, Plut.
}}
}}

Revision as of 10:19, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστᾰγωγία Medium diacritics: μυσταγωγία Low diacritics: μυσταγωγία Capitals: ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: mystagōgía Transliteration B: mystagōgia Transliteration C: mystagogia Beta Code: mustagwgi/a

English (LSJ)

ἡ, A initiation into the mysteries, Plu.Alc.34, Vett. Val.359.22, Jul.Or.5.172d. II mystical doctrine, Iamb.Myst.1.1; ἡ Χαλδαίων μ. Dam.Pr.131, cf. Procl. in Prm.p.779 S. (μυσταγορίας codd.). III divine worship, Just.Nov.58.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, die Einführung in die Mysterien, Plut. Alc. 34.

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγία: ἡ, μύησις εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. ΙΙ. μύησις εἰς τὰ ἄχραντα μυστήρια, Εὐσέβ. ΙΙ. 65Α, Κύριλλ. Ἱερ. 1076Α· μυσταγωγία τοῦ βαπτίσματος Δίδυμ. Ἀλ. 304Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
initiation aux mystères.
Étymologie: μυσταγωγός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυσταγωγία) μυσταγωγός
1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση
2. η θυσία του αίματος και του σώματος του Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῖς τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
μτφ. ακρόαμα ή θέαμα που προκαλεί έκσταση και πνευματική ανάταση («η παράσταση ήταν μυσταγωγία»)
αρχ.
1. η μύηση στα αρχαία ή τα χριστιανικά άχραντα μυστήρια
2. η μυστική διδασκαλία
3. η θεία λατρεία.

Greek Monotonic

μυστᾰγωγία: ἡ, εισαγωγή στα μυστήρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μυστᾰγωγία:посвящение в таинства Plut.

Middle Liddell

μυστᾰγωγία, ἡ,
initiation into the mysteries, Plut.