μυρεψός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῠρεψός:''' ὁ изготовляющий благовонные снадобья, парфюмер Arph., Plut.
|elrutext='''μῠρεψός:''' ὁ [[изготовляющий благовонные снадобья]], [[парфюмер]] Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, [[μύρον]], ἕψω]<br />one who prepares unguents. a [[perfumer]].
|mdlsjtxt=μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, [[μύρον]], ἕψω]<br />one who prepares unguents. a [[perfumer]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρεψός Medium diacritics: μυρεψός Low diacritics: μυρεψός Capitals: ΜΥΡΕΨΟΣ
Transliteration A: myrepsós Transliteration B: myrepsos Transliteration C: myrepsos Beta Code: mureyo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύρον, ἕψω) A one who boils and prepares unguents, perfumer, Critias 68 D., Arist.MM1206a27, Thphr.HP4.2.6, CP6.14.11: fem. in LXX 1 Ki.8.13, J.AJ6.3.5.

German (Pape)

[Seite 218] wohlriechende Salben kochend, Salbenkoch; Gritias bei Poll. 7, 177; Plut. Pericl. 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρεψός: ὁ, (μύρον, ἕψω) ὁ βράζων καὶ παρασκευάζων μύρα, Κριτίας 58, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 7, 30· θηλ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui concerne les parfums.
Étymologie: μύρον, ἕψω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.)
μσν.
μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἕψω «ψήνω» (πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός). Ο τ. μυροψός εμφανίζει -ο- αντί του -ε- (πρβλ. χαμόμηλο και χαμαίμηλο, ποδόλατος και ποδήλατος) ως συνδετικό φωνήεν, γιατί ήδη από τους αρχαίους χρόνους το φωνήεν -ο- θεωρήθηκε ως το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν και η χρήση του επεκτάθηκε αντικαθιστώντας στη σύνθεση τα λοιπά φωνήεντα].

Greek Monotonic

μῠρεψός: ὁ (μύρον, ἕψω), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, αρωματοποιός.

Russian (Dvoretsky)

μῠρεψός:изготовляющий благовонные снадобья, парфюмер Arph., Plut.

Middle Liddell

μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, μύρον, ἕψω]
one who prepares unguents. a perfumer.