χρυσοκόμης: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> aux cheveux | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> aux cheveux d'or;<br /><b>2</b> qui a des ornements d'or dans ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[κόμη]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 12:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, Dor. χρῡσο-κόμας, α, ὁ, A golden-haired, epithet of Dionysus, Hes.Th. 947; of Eros, Anacr.14, E.IA548 (lyr.); of Apollo, Tyrt.3.4, B. 4.2, E.Supp.975 (lyr.), Ar.Av.217 (anap.); ὁ X., abs. for Apollo, Pi.O.6.41, 7.32, E.Tr.254 (lyr.). II with golden ornaments in the hair, Luc.Gall.13.
German (Pape)
[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσοκόμας, der Goldhaarige; Beiw. des Dionysos, Hes. Th. 947; des Apollo, Pind. Ol. 6, 41. 7, 32; Ar. Av. 219; Eur. Suppl. 1000; Ἔρως, I. A. 548; Hymenaios, Philp. 54 (Plan. 177).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ χρυσοκόμης ἀπολ., ὁ Ἀπόλλων, Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς κόμης, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 aux cheveux d'or;
2 qui a des ornements d'or dans ses cheveux.
Étymologie: χρυσός, κόμη.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α
χρυσομάλλης («χρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα
2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης
ο Απόλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθοκόμης.
Greek Monotonic
χρῡσοκόμης: -ου, ὁ, Δωρ. -κόμας, -α, ὁ (κόμη)·
I. χρυσά μαλλιά, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὁ χρυσοκόμης, απόλ., λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει χρυσά στολίδια στα μαλλιά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοκόμης: ου, дор. χρῡσοκόμᾱς, ᾱ adj. m
1) златокудрый (Διόνυσος Hes.; Ἔρως Anacr., Eur.; Ἀπόλλων Eur., Arph.);
2) с золотыми украшениями в волосах Luc.
Middle Liddell
χρῡσο-κόμης, ου, κόμη
I. the golden haired, Hes., Eur.;— ὁ Χρ. absol. for Apollo, Pind., Eur.
II. with golden ornaments in the hair, Luc.