θυσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thysiazo
|Transliteration C=thysiazo
|Beta Code=qusia/zw
|Beta Code=qusia/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sacrifice]], μῆλα <span class="bibl">Strato Com.1.21</span>; [[θυσίαν]], [[θυσίασμα]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>7.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Es.</span>6.3</span>; <b class="b3">ὑπέρ τινος</b> dub. l. in <span class="bibl">Lys.6.4</span>; ὑπὲρ τοῦ δήμου <span class="title">OGI</span>339.36 (Sestos, ii B.C.); <b class="b3">τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων</b> ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν <span class="bibl">D.S.4.3</span>: abs., <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span>21.28</span>, al., <span class="title">IG</span>3.74.16, etc.: [[θυσιάζουσαι]], [[αἱ]], title of mime by Herodas.</span>
|Definition=[[sacrifice]], μῆλα <span class="bibl">Strato Com.1.21</span>; [[θυσίαν]], [[θυσίασμα]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>7.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Es.</span>6.3</span>; <b class="b3">ὑπέρ τινος</b> dub. l. in <span class="bibl">Lys.6.4</span>; ὑπὲρ τοῦ δήμου <span class="title">OGI</span>339.36 (Sestos, ii B.C.); <b class="b3">τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων</b> ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν <span class="bibl">D.S.4.3</span>: abs., <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span>21.28</span>, al., <span class="title">IG</span>3.74.16, etc.: [[θυσιάζουσαι]], [[αἱ]], title of mime by Herodas.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:04, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσιάζω Medium diacritics: θυσιάζω Low diacritics: θυσιάζω Capitals: ΘΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: thysiázō Transliteration B: thysiazō Transliteration C: thysiazo Beta Code: qusia/zw

English (LSJ)

sacrifice, μῆλα Strato Com.1.21; θυσίαν, θυσίασμα, LXX 2 Ch.7.5, 2 Es.6.3; ὑπέρ τινος dub. l. in Lys.6.4; ὑπὲρ τοῦ δήμου OGI339.36 (Sestos, ii B.C.); τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν D.S.4.3: abs., LXX 1 Ch.21.28, al., IG3.74.16, etc.: θυσιάζουσαι, αἱ, title of mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 1228] opfern; μῆλα Strato bei Ath. VIII, 382 e; ἱερεῖα Luc. Hermot. 57; a. Sp., wie D. Sic. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσιάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ θύω, ὡς καὶ νῦν, βοῦν, μῆλα Στράτων παρ’ Ἀθην. 382Ε· ὑπέρ τινος Λυσ. 103. 31. 2) θ. τινί, προσφέρω ὡς θυσίαν εἴς τινα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b· τινὶ ὑπέρ τινος 5127Β. 37· θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν Διόδ. 4. 3. 3) μετ’ αἰτ., τοὺς... βωμοὺς θ., θυσιάζω ἐπὶ τῶν β., ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 602. 40.

French (Bailly abrégé)

offrir un sacrifice.
Étymologie: θυσία.

Spanish

realizar un sacrificio

Greek Monolingual

(ΑΜ θυσιάζω) θυσία
προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)
νεοελλ.
1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου
2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως το πούλησα»)
3. μέσ. θυσιάζομαι
α) είμαι έτοιμος να υποστώ χωρίς ιδιοτέλεια τα πάντα για χάρη κάποιου άλλου
β) πεθαίνω για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την πατρίδα»).

Greek Monotonic

θῠσιάζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

θῠσιάζω: совершать жертвоприношения, приносить жертвы (τινί Luc.; θεῷ Diod.).

Middle Liddell

θῠσιάζω, fut. -σω
to sacrifice, Lys..