λύπημα: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lypima | |Transliteration C=lypima | ||
|Beta Code=lu/phma | |Beta Code=lu/phma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[pain]], <span class="bibl">Antipho Soph.49</span> (pl.), <span class="bibl">D.C.55.17</span>, [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>554</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, pain, Antipho Soph.49 (pl.), D.C.55.17, f.l. in S.Tr.554.
German (Pape)
[Seite 70] τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.
Greek (Liddell-Scott)
λύπημα: τό, πόνος, θλῖψις, λύπη, Δίων Κ. 55. 17· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Τρ. 554 λυτήριον λύπημα ἴδε λυτήριος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d'affliction.
Étymologie: λυπέω.
Greek Monolingual
-ήματος και -ημάτου, το (Α λύπημα, -ήματος) λυπώ
1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)
2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα του λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας της υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.
β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον λύπημα, τῇ δ' ὑμῖν φράσω», Σοφ.).
Greek Monotonic
λύπημα: -ατος, τό (λυπέω), πόνος, θλίψη, άλγος, πικρία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λύπημα: ατος (ῡ) τό огорчение, печаль, скорбь (λ. ἔχειν Soph.).