Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εχίνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῑον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)
1. ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
2. αχινός («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», Αριστοτ.)
3. το κέλυφος του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών, π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.
4. το τρίτο και κύριο μέρος του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου κυρίως γίνεται η πέψη
5. ο πρόλοβος τών φυτοφάγων πτηνών
6. αρχιτ. το κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
νεοελλ.
1. αμυντικό μέσο, με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων
2. μηχανικό σύστημα που χρησιμεύει για τη μετάδοση της κίνησης από έναν άξονα σε άλλο παράλληλο άξονα
αρχ.
1. το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως δοχείο για την εναπόθεση ιατρικών φαρμάκων
2. μετάλλινο ή πήλινο δοχείο στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την ημέρα της δίκης ή της εφέσεως, οπότε το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῖν», Δημοσθ.)
3. αγγείο, δοχείο, υδρία, είδος χύτρας
4. οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)
5. μέρος του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῑς», Ξεν.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»
7. είδος πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», Αθήν.)
8. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < έχις «οχιά» + επίθημα -ίνο-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. εχίνος χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. χηρ για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. ozni (< ΙΕ ogh-ĭn-yo-) με επίθημα -n- και άλλη μεταπτωτικη βαθμίδα ρίζας, λιθ. ežỹs, αρχ. σλαβ. ježĭ (< IE egh-yo-), αρχ. ανω γερμ. igil. Από το εχίνος προήλθε το νεοελλ. αχινός].