τάραγμα: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taragma | |Transliteration C=taragma | ||
|Beta Code=ta/ragma | |Beta Code=ta/ragma | ||
|Definition=[<b class="b3">τᾰ], ατος, τό</b>, | |Definition=[<b class="b3">τᾰ], ατος, τό</b>, [[disquietude]], ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1091</span>, cf. <span class="bibl">907</span> (lyr.); τ. δαιμόνιον <span class="bibl">D.H.8.52</span>; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1012.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 24 August 2022
English (LSJ)
[τᾰ], ατος, τό, disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.
German (Pape)
[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.
Greek (Liddell-Scott)
τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.
Greek Monotonic
τάραγμα: [ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τάραγμα: ατος (τᾰ) τό
1) смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);
2) крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.).
Middle Liddell
ταράσσω
disquietude, Eur.
English (Woodhouse)
agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation