τανύφλοιος: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tanyfloios | |Transliteration C=tanyfloios | ||
|Beta Code=tanu/floios | |Beta Code=tanu/floios | ||
|Definition=ον, of trees, | |Definition=ον, of trees, [[with longstretched bark]], i.e. [[of tall]] or [[slender growth]], κράνεια <span class="bibl">Il.16.767</span>; αἴγειρος <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>593.2</span>(lyr.); ἔρινος <span class="bibl">Theoc.25.250</span>; ἐλάτη <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>607</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, of trees, with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth, κράνεια Il.16.767; αἴγειρος S.Fr.593.2(lyr.); ἔρινος Theoc.25.250; ἐλάτη Orph.A.607.
German (Pape)
[Seite 1068] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύφλοιος: -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ μῆκος ἐκτεινόμενον, δηλ. ὑψηλός, κρανείη Ἰλ. Π. 767· αἴγειρος Σοφ. Ἀποσπ. 692.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’écorce allongée ; au tronc élancé.
Étymologie: τανύω, φλοιός.
English (Autenrieth)
with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για δένδρα)
1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό
2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.
Greek Monotonic
τᾰνύφλοιος: -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύφλοιος: с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий (κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.).
Middle Liddell
τᾰνύ-φλοιος, ον, τανύω
of trees, with long-stretched bark, i. e. of tall or slender growth, Il.