Φρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phrygie, phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[Φρύξ]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phrygie, phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[Φρύξ]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>Φρῠγιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 20: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Φρύγιος:''' и 2 (ῠ) фригийский ([[αἶα]] Aesch.; [[μέλη]] Eur.; [[ἁρμονία]] Luc.): [[Φρύγια]] δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.
|elrutext='''Φρύγιος:''' и 2 (ῠ) [[фригийский]] ([[αἶα]] Aesch.; [[μέλη]] Eur.; [[ἁρμονία]] Luc.): [[Φρύγια]] δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.
}}
}}
{{mdlsj
{{grml
|mdlsjtxt=Φρῠ́γιος, η, ον [[Φρύξ]]<br /><b class="num">1.</b> Phrygian, of, from [[Phrygia]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> Φρ. νόμοι, [[μέλη]] Phrygian [[music]], i. e. [[music]] played on the [[flute]], [[wilder]] [[than]] the [[music]] for the [[lyre]], Eur. Hence
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγ</i>-<i>ιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{Slater
|woodrun=[[Phrygian]]
|sltr=Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.
}}
}}

Revision as of 15:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φρῠ́γιος Medium diacritics: Φρύγιος Low diacritics: Φρύγιος Capitals: ΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: Phrýgios Transliteration B: Phrygios Transliteration C: Frygios Beta Code: *fru/gios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον Luc.Harm.1: (Φρύξ):—A Phrygian, δι' αἴας . . Φρυγίας A.Supp.548 (lyr.), etc.; δείματα Φρυγία the terrors of the Phrygian goddess, E.El.457 (lyr.). 2 Φρύγιοι νόμοι, Φρύγια μέλεα, Phrygian music, especially of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or.1426 (lyr.), Tr.545 (lyr.); Φ. αὐλοί Id.Ba.127 (lyr.): πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol.1342b7; τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc. l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, Φρύγιος τόνος, Φρύγιος τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al. II Φρυγία λίθος, an aluminous kind of pumice stone, used by dyers, Dsc.5.123.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.

Greek Monotonic

Φρύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (Φρύξ
1. Φρύγιος, Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Φρυγία, σε Ευρ.
2. Φρύγιοι νόμοι, μέλη, Φρυγική μουσική, δηλ. μουσική που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη μουσική με λύρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Φρύγιος: и 2 (ῠ) фригийский (αἶα Aesch.; μέλη Eur.; ἁρμονία Luc.): Φρύγια δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.

English (Slater)

Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.