πολυαρκής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyarkis
|Transliteration C=polyarkis
|Beta Code=poluarkh/s
|Beta Code=poluarkh/s
|Definition=ές, (ἀρκέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-helpful]], [[supplying many wants]], mostly in Sup. <b class="b3">-έστατος, [ποταμός</b>] <span class="bibl">Hdt.4.53</span>; γῆ <span class="bibl">D.H.1.36</span>; πόλις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>26</span>; λογισμός Ael.[[NA Prooem]].; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας [[durability]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>15</span>. Adv. -κῶς Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἀσφόδελος]], <span class="title">Gloss.</span> (dub.).</span>
|Definition=ές, ([[ἀρκέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-helpful]], [[supplying many wants]], mostly in Sup. <b class="b3">πολυαρκέστατος, [ποταμός</b>] <span class="bibl">Hdt.4.53</span>; γῆ <span class="bibl">D.H.1.36</span>; πόλις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>26</span>; [[λογισμός]] Ael.[[NA Prooem]].; τὸ πολυαρκὲς τῆς [[ταριχεία]]ς [[durability]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>15</span>. Adv. [[πολυαρκῶς]] Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἀσφόδελος]], <span class="title">Gloss.</span> (dub.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
|elnltext=πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-αρκής, ές [[ἀρκέω]]<br />[[much]]-[[helpful]], supplying [[many]] wants, Hdt.: —τὸ π. [[durability]], Luc.
|mdlsjtxt=πολυ-αρκής, ές [[ἀρκέω]]<br />[[much]]-[[helpful]], supplying [[many]] wants, Hdt.: —τὸ π. [[durability]], Luc.
}}
}}

Revision as of 09:15, 31 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρκής Medium diacritics: πολυαρκής Low diacritics: πολυαρκής Capitals: ΠΟΛΥΑΡΚΗΣ
Transliteration A: polyarkḗs Transliteration B: polyarkēs Transliteration C: polyarkis Beta Code: poluarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω) A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. πολυαρκέστατος, [ποταμός] Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc.Nec.15. Adv. πολυαρκῶς Hsch. 2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).

German (Pape)

[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής
άλλη ονομασία του φυτού ασφόδελος
3. το ουδ. ως ουσ. το πολυαρκές
η διάρκεια («διά το πολυαρκές της ταριχείας» Λουκιαν.).
επίρρ...
πολυαρκώς
εντελώς επαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].

Greek Monotonic

πολυαρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· τὸπολυαρκές, ανθεκτικότητα, αντοχή, σταθερότητα, διάρκεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαρκής: богатейший, изобильный (ποταμός Her.; πόλις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.

Middle Liddell

πολυ-αρκής, ές ἀρκέω
much-helpful, supplying many wants, Hdt.: —τὸ π. durability, Luc.