ισχύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχύω]]) [[ισχύς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ισχυρός]], [[ασκώ]] [[επιρροή]], [[επιδρώ]] («ισχύει η [[ικανότητα]] και όχι τα [[πολιτικά]] [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> έχω νομικό [[κύρος]] («η [[διάταξη]] δεν ισχύει [[πλέον]]»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] σε [[εφαρμογή]] («το [[εισιτήριο]] σας έληξε, δεν ισχύει πια»)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />έχω τη [[δύναμη]], έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[επαρκής]] («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῦ»)<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ισχυρός]] στο [[σώμα]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)<br /><b>2.</b> επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[νικώ]] («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾱς», Πανάρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνέρχομαι]] από την [[ασθένεια]], [[αναλαμβάνω]] δυνάμεις, αναρρωννύω
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχύω]]) [[ισχύς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ισχυρός]], [[ασκώ]] [[επιρροή]], [[επιδρώ]] («ισχύει η [[ικανότητα]] και όχι τα [[πολιτικά]] [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> έχω νομικό [[κύρος]] («η [[διάταξη]] δεν ισχύει [[πλέον]]»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] σε [[εφαρμογή]] («το [[εισιτήριο]] σας έληξε, δεν ισχύει πια»)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />έχω τη [[δύναμη]], έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[επαρκής]] («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῦ»)<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ισχυρός]] στο [[σώμα]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)<br /><b>2.</b> επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[νικώ]] («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾶς», Πανάρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνέρχομαι]] από την [[ασθένεια]], [[αναλαμβάνω]] δυνάμεις, αναρρωννύω
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 9 September 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχύω) ισχύς
1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα»)
2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον»)
3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια»)
(νεοελλ.-μσν.)
έχω τη δύναμη, έχω τη δυνατότητα, μπορώ
μσν.
είμαι επαρκής («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῦ»)
(μσν.-αρχ.)
1. είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός, ρωμαλέος («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)
2. επιβάλλομαι, επικρατώ, νικώ («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾶς», Πανάρ.)
αρχ.
1. συνέρχομαι από την ασθένεια, αναλαμβάνω δυνάμεις, αναρρωννύω