σεβάσμιος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σεβάσμιος]], -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. [[σεβάσμεια]] και | |mltxt=-α, -ο / [[σεβάσμιος]], -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. [[σεβάσμεια]] και σεβασμεῖα Α [[σεβασμός]]<br />[[άξιος]] σεβασμού, [[σεβαστός]] («[[σεβάσμιος]] [[γέροντας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσφώνηση]] του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[επίκληση]] ή [[επώνυμο]] Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο [[Αύγουστος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σεβάσμιον</i> ο [[σεβασμός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σεβάσμια</i> και [[σεβάσμεια]] και <i>σεβασμεῖα</i><br />αγώνες [[προς]] τιμήν του αυτοκράτορα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σεβάσμιος]] [[ὅρκος]]» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεβασμίως</i> ΝΑ, και <i>σεβάσμια</i> Ν<br />με σεβασμό. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ον, Vett.Val. 242.26, also ος, α, ον ib. 14, Hdn. 7.5.3; (< σέβας): — reverend, venerable, august, Plu. 2.764b, Luc. Am. 19, etc.; τὸ σ. Orph. H. 27.10; τὸ πρὸς θεοὺς σ. reverence for…, Hdn. 2.10.2. Adv. -ίως Ptol.Ascal. p. 395 H. as epithet of the Roman Emperor, = Σεβαστός, Augustus, SIG 834.6 (Sup., ii AD), Hdn. 2.3.3 (v.l. σεβαστόν) οἱ Σεβασμιώτατοι Καίσαρες CPR 37.15 (iii AD); σ. ὅρκος, oath taken by the genius of the Emperor, PSI 1.40.19 (ii AD), etc. Σεβάσμια, τά, games in honour of the Emperor, IG 3.129 (iii AD, in form Σεβάσμεια, but perhaps rather Σεβασμεῖα, contr. from 'Σεβασμιεῖα); also on coins, Head Hist. Num. 2717, 784.
German (Pape)
[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.
Greek Monolingual
-α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῖα Α σεβασμός
άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας»)
νεοελλ.
προσφώνηση του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς
αρχ.
1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῖα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα
4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα.
επίρρ...
σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Ν
με σεβασμό.
Russian (Dvoretsky)
σεβάσμιος: достойный почитания, священный (Ἀφροδίτη Plat.; ὀνόματα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεβάσμιος -ον [σεβασμός] eerbiedwaardig.