κοπέας: Difference between revisions
From LSJ
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(21) |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ | |mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ γλυφεῖα καὶ [[κοπέας]]», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |