ἀνακαινίζω: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nakaini/zw | |Beta Code=a)nakaini/zw | ||
|Definition=[[renew]], τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>6</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>37</span>: οἶκον <span class="bibl">Hsch.Mil.4.33</span>; [[revive]] legend, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>6.6</span>:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης <span class="bibl">Isoc.7.8</span>; ὑποθέσεις <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>111.1</span>. | |Definition=[[renew]], τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>6</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>37</span>: οἶκον <span class="bibl">Hsch.Mil.4.33</span>; [[revive]] legend, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>6.6</span>:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης <span class="bibl">Isoc.7.8</span>; ὑποθέσεις <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>111.1</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[renovar]] τὸν πόλεμον Plu.<i>Marc</i>.6, App.<i>Mith</i>.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas</i> Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.<i>Nou</i>.111.1<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη [[LXX]] 1<i>Ma</i>.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (<i>sic</i>) <i>MAMA</i> 7.190 (Hadrianópolis).<br /><b class="num">2</b> fig. en lit. crist. [[renovar]] espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν <i>Ep.Hebr</i>.6.6, cf. Herm.<i>Sim</i>.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν <i>Ep.Barn</i>.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.<i>Philopatr</i>.12, Meth.<i>Symp</i>.8.10, 3.9. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=renouveler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καινίζω]]. | |btext=renouveler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καινίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 13:06, 1 October 2022
English (LSJ)
renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.
Spanish (DGE)
1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
•en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.
German (Pape)
[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.
French (Bailly abrégé)
renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.
English (Strong)
from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.
English (Thayer)
(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.
Greek Monolingual
(Α ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].
Greek Monotonic
ἀνακαινίζω: μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακαινίζω: возобновлять (πόλεμον Plut.; ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr.).
Chinese
原文音譯:¢nakain⋯zw 安那-開你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-新(化) 相當於: (חָדַשׁ)
字義溯源:重建,更新,重新;由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 重新(1) 來6:6