ἀνάπηρος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)na/phros | |Beta Code=a)na/phros | ||
|Definition=ον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., [[LXX]] To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.) | |Definition=ον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., [[LXX]] To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀνάπειρος]] [[LXX]] <i>To</i>.14.2<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mutilado]], [[lisiado]] [[ἀνάπηρα]] ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, [[ἀνάπειρος]] τοῖς ὀφθαλμοῖς [[LXX]] <i>To</i>.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.<i>Cri</i>.53a, Aeschin.1.183, Arist.<i>GA</i> 775<sup>a</sup>4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, <i>Eu.Luc</i>.14.13, 21<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.<i>R</i>.535d.<br /><b class="num">2</b> [[débil]], [[canijo]] [[γίννος]], τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος [[ἀνάπηρος]] Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>34, cf. D.Chr.3.21.<br /><b class="num">3</b> subst. [[ἀνάπηρα]] = [[animales defectuosos]] ἀνάπηρα θύουσιν Pl.<i>Alc</i>.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναπήρως]] = [[con mutilación]] Zonar. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />estropié, infirme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />estropié, infirme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 13:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
•fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.
German (Pape)
[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
estropié, infirme.
Étymologie: ἀνά, πηρός.
English (Strong)
from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].
Greek Monotonic
ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.
Middle Liddell
much maimed, crippled, Plat., etc.