θοόω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] spitz machen, schärfen; [[θόωσα]] Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] spitz machen, schärfen; [[θόωσα]] Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=θοῶ;<br />aiguiser.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11. | |lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
(θοός B) A make sharp or pointed, Od.9.327; τεθοωμένος Nic. Th.228. II metaph., in Pass., ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος Hermesian. 7.11; λύσσῃ τεθοωμένος Opp.H.1.557, 2.525.
German (Pape)
[Seite 1214] spitz machen, schärfen; θόωσα Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen.
French (Bailly abrégé)
θοῶ;
aiguiser.
Étymologie: θοός.
Greek (Liddell-Scott)
θοόω: μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) κάμνω τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ ὀξύνω, Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., παροργίζομαι, παροξύνομαι, κατά τινος αὐτόθι 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.
English (Autenrieth)
aor ἐθόωσα: make pointed, bring to a point, Od. 9.327†.
Greek Monotonic
θοόω: (θοός I), μέλ. -ώσω, κάνω κάτι κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θοόω: (только aor. θόωσα) заострять: ἐγώ θόωσα (sc. τὸ ῥόπαλον) ἄκρον Hom. я заострил конец дубины.