εὐαρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à compter, peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰρίθμητος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. [[ὀλίγος]] τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., [[εὐάριθμος]], ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
|lstext='''εὐᾰρίθμητος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. [[ὀλίγος]] τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., [[εὐάριθμος]], ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à compter, peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:08, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρίθμητος Medium diacritics: εὐαρίθμητος Low diacritics: ευαρίθμητος Capitals: ΕΥΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euaríthmētos Transliteration B: euarithmētos Transliteration C: evarithmitos Beta Code: eu)ari/qmhtos

English (LSJ)

ον, easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = the crowd was not small; τὸ μὲν οὖν πᾶν πλῆθος τῶν μετανισταμένων γυναιξὶν ἅμα καὶ τέκνοις σκοποῦσιν οὐκ εὐαρίθμητον ἦν = for those taking into account the entire crowd of immigrants, together with women and children, it wasn't easy to count, Josephus, Jewish Antiquities 2.317.4.; ὀλίγα καὶ εὐαρίθμητα Jul.Or.3.102c.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].

Greek Monotonic

εὐᾰρίθμητος: -ον, αυτός που υπολογίζεται, αριθμείται εύκολα, δηλ. λίγος στον αριθμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰρίθμητος: легко исчислимый, т. е. немногочисленный (ἵπποι Xen.; ἡμέραι καὶ νύκτες Plat.): οὐκ εὐ. Arst. неисчислимый, несметный.

Middle Liddell

εὐ-ᾰρίθμητος, ον
easy to count, i. e. few in number, Plat.