διαβαστάζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num">•</b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num">•</b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8.
}}
{{bailly
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
}}
{{bailly
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαστάζω Medium diacritics: διαβαστάζω Low diacritics: διαβαστάζω Capitals: ΔΙΑΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: diabastázō Transliteration B: diabastazō Transliteration C: diavastazo Beta Code: diabasta/zw

English (LSJ)

A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.

Spanish (DGE)

1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.

French (Bailly abrégé)

soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.

Greek Monolingual

διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.

Greek Monotonic

διαβαστάζω: ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαβαστάζω: взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ βάρος Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).

Middle Liddell


to weigh in the hand, estimate, Plut.