βαπτός: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0431.png Seite 431]] 1) eingetaucht, gefärbt, bes. von Kleidern, bunt, Ar. Plut. 530 u. sonst; Hegesipp. Ath. VII, 290 c (v. 13), Trauerkleid; [[χρῶμα]] Plut. Ages. 30. – 2) zu schöpfen, geschöpft, Eur. Hipp. 123 [[πηγή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0431.png Seite 431]] 1) eingetaucht, gefärbt, bes. von Kleidern, bunt, Ar. Plut. 530 u. sonst; Hegesipp. Ath. VII, 290 c (v. 13), Trauerkleid; [[χρῶμα]] Plut. Ages. 30. – 2) zu schöpfen, geschöpft, Eur. Hipp. 123 [[πηγή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> plongé (dans un liquide) ; teint;<br /><b>2</b> où l'on peut puiser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαπτός''': -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530· | |lstext='''βαπτός''': -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530· | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A dipped, dyed, D.S.5.30; bright-coloured, ὄρνις Ar.Av.287; ἱμάτια Id.Pl.530; τὰ βάπτ' ἔχοντες dyed, i.e. black, garments, Hegesipp.1.13, cf. Plu.Ages.30. 2 for dyeing, χρώματα Pl.Lg.847c. II of water, drawn by dipping vessels, E.Hipp.123 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que sirve para teñir, tintóreo χρώματα Pl.Lg.847c.
2 teñido gener. de vestidos ἱμάτιον Luc.Nigr.14, χιτών D.S.5.30, Poll.4.120, βαπτῇ πορφύρεον κυάνῳ AP 6.229 (Crin.), τριβώνιον D.Chr.4.96, (στολή) PMich.Teb.121re.2.2.9 (I d.C.)
•subst. τὰ βαπτά telas teñidas, UPZ 83.8 (II a.C.)
•de colores vivos ὄρνις Ar.Au.287, ἱμάτια Pl.530, τιάραι LXX Ez.23.15
•de color oscuro o negro τρίβωνάς τε προσερραμμένους χρώματος βαπτοῦ Plu.Ages.30
•subst. τὰ βαπτά vestidos de color oscuro τὰ βάπτ' ἔχοντες Hegesipp.Com.1.13, cf. Hsch.
II del agua recogida con un recipiente βαπτὰν κάλπισι παγὰν ῥυτὰν προιεῖσα κρημνῶν que hacen brotar de sus cumbres un manantial de agua viva que recogen con cántaros E.Hipp.123.
German (Pape)
[Seite 431] 1) eingetaucht, gefärbt, bes. von Kleidern, bunt, Ar. Plut. 530 u. sonst; Hegesipp. Ath. VII, 290 c (v. 13), Trauerkleid; χρῶμα Plut. Ages. 30. – 2) zu schöpfen, geschöpft, Eur. Hipp. 123 πηγή.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 plongé (dans un liquide) ; teint;
2 où l'on peut puiser.
Étymologie: adj. verb. de βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
βαπτός: -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων χρῶμα, ὄρνις Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530·
Greek Monolingual
βαπτός, -ή, -όν (Α) βάπτω
1. βαμμένος, χρωματιστός
2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή
3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» — πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.).
Greek Monotonic
βαπτός: -ή, -όν,
I. 1. βουτηγμένος, βυθισμένος, χρωματισμένος, βαμμένος· αυτός που έχει λαμπρό χρώμα, σε Αριστοφ.
2. ο κατάλληλος για βάψιμο, χρώματα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για το νερό, που αντλείται μέσω αγγείων που βυθίζονται σε αυτό (πρβλ. βάπτω), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βαπτός:
1) служащий для окрашивания, красильный (χρῶμα Plat., Plut.);
2) окрашенный (χιτῶνες βαπτοὶ χρώμασι παντοδαποῖς Diod.);
3) ярко окрашенный, яркого цвета (ὄρνις, ἱμάτια Arph.);
4) откуда черпают воду: βαπτὰ κάλπισι παγά Eur. источник, из которого кувшинами берут воду.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαπτός -ή -όν βάπτω Dor. f. βαπτᾱ́
1. geverfd, gekleurd:. βαπτὸς ὄρνις gekleurde vogel Aristoph. Av. 287.
2. ‘te bedompelen’: van water. βαπτὰν κάλπισι παγὰν ῥυτὰν stromend water waarin kruiken gedompeld worden Eur. Hipp. 123 (lyr.).
Middle Liddell
[from βάπτω
I. dipped, dyed, bright-coloured, Ar.
2. for dyeing, χρώματα Plat.
II. of water, drawn by dipping vessels (cf. βάπτω I. 3), Eur.