γύμνωσις: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0510.png Seite 510]] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei [[LXX]] auch die Schaam. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0510.png Seite 510]] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei [[LXX]] auch die Schaam. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de mettre à nu;<br /><b>2</b> flanc droit non couvert (par le bouclier).<br />'''Étymologie:''' [[γυμνόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύμνωσις''': -εως, ἡ, [[στέρησις]] ἢ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. [[γυμνότης]], Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν [[ἑαυτοῦ]] γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ [[γυμνός]] 2), Θουκ. 5.71. | |lstext='''γύμνωσις''': -εως, ἡ, [[στέρησις]] ἢ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. [[γυμνότης]], Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν [[ἑαυτοῦ]] γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ [[γυμνός]] 2), Θουκ. 5.71. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stripping, παρθένων Plu. Lyc.14, cf. Cat.Ma.20, Dsc.2.173.
II exposure, LXXGe.9.22; ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν his defenceless side (cf. γυμνός 2), Th.5.71.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desnudez, de soldados ausencia de escudo, falta de protección, indefensión en ciertos movimientos táct. προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Th.5.71, cf. plu. D.C.40.23.3
•fig. de las encías enfermas διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως Dsc.2.173.3.
2 gener. desnudez εἶδεν Χαμ ... τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ LXX Ge.9.22, cf. 23, D.C.46.17.3, 79.16.5, Aq.Hb.2.15, Clem.Al.Paed.2.6.51, Meth.Res.1.20, Epiph.Const.Haer.52.3, Nil.M.79.800A, B, Procop.Gaz.M.87.177C, τὴν ἰδίαν γύμνωσιν ἑαυτὸν ἔκρυψε de un poseso que es liberado, Epiph.Const.Haer.30.10, de un cadáver, Sch.A.Th.432c, ἡ ... γ. τῶν παρθένων οὐδὲν αἰσχρὸν εἶχεν Plu.Lyc.14, cf. 2.227e, δυσωπούμενοι τὴν ἀποκάλυψιν καὶ γύμνωσιν en competiciones deportivas, Plu.Cat.Ma.20, cf. Poll.3.153
•fig. de la desnudez de la tierra, desolación Procl.CP M.65.836A.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei LXX auch die Schaam.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de mettre à nu;
2 flanc droit non couvert (par le bouclier).
Étymologie: γυμνόω.
Greek (Liddell-Scott)
γύμνωσις: -εως, ἡ, στέρησις ἢ ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. γυμνότης, Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ γυμνός 2), Θουκ. 5.71.
Greek Monotonic
γύμνωσις: -εως, ἡ,
I. απογύμνωση, γδύσιμο·
II. γύμνια, γυμνότητα· ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν, την ανυπεράσπιστη πλευρά του (πρβλ. γυμνός 2), σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύμνωσις: εως ἡ
1) обнажение, раздевание (ἀποκάλυψις καὶ γ. Plut.);
2) обнаженное место, не прикрытая щитом часть тела (ἐξαλλάττειν τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύμνωσις -εως, ἡ [γυμνόω] het ontbloten. ongedekte, onbeschermde kant: προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν ernaar strevend om voortdurend zijn eigen onbeschermde kant weg te draaien van de vijanden Thuc. 5.71
Middle Liddell
γυμνόω
I. a stripping.
II. nakedness: ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ. his defenceless side (cf. γυμνός 2), Thuc.