δράμημα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. [[δρόμημα]], u. Lob. Phryn. p. 618 ff | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. [[δρόμημα]], u. Lob. Phryn. p. 618 ff | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />course.<br />'''Étymologie:''' [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δράμημα''': ἢ [[δρόμημα]], τό, τρέξιμον, [[δρόμος]], ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ [[δεύτερος]] ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν [[δρόμημα]] [[πανταχοῦ]], ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ. | |lstext='''δράμημα''': ἢ [[δρόμημα]], τό, τρέξιμον, [[δρόμος]], ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ [[δεύτερος]] ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν [[δρόμημα]] [[πανταχοῦ]], ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:47, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50), running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera παλίσσυτον δ. S.OT 193, δ. κυνῶν E.Ba.872, cf. Ph.1379
•modo de correr δ. Περσικόν A.Pers.247
2 esp. correo de posta persa δ. τῶν ἵππων Hdt.8.98
•carrera como competición de velocidad δῶρον ἄξιον δραμήματος Io Trag.1
•de los astros carrera, curso δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει E.Or.1005
•en el mar corriente κυμάτων δραμήματα E.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.
German (Pape)
[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.
Greek Monolingual
το
βλ. δρόμημα.
Greek Monotonic
δράμημα: ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
δράμημα: άτος (ρᾰ) τό
1) бег: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);
2) сообщение гонца: τὸ δ. Περσικόν Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;
3) состязание в беге, пробег (δῶρον ἄξιον δραμήματος Eur.).
Middle Liddell
n n δραμεῖν
a running, course, a race, Hdt., Trag.