καθέψω: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch [[τἀργύριον]] Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch [[τἀργύριον]] Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[καθεψέω]];<br />faire bien cuire, <i>d'où</i><br /><b>1</b> dessécher;<br /><b>2</b> digérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕψω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθέψω''': μέλλ. καθεψήσω, [[βράζω]] τι [[καλῶς]], Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· [[χωνεύω]], ταχὺ [[γοῦν]] καθέψας [[τἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. [[πέσσω]]. | |lstext='''καθέψω''': μέλλ. καθεψήσω, [[βράζω]] τι [[καλῶς]], Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· [[χωνεύω]], ταχὺ [[γοῦν]] καθέψας [[τἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. [[πέσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:15, 1 October 2022
English (LSJ)
fut. -εψήσω, A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185. II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6. 2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d'où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.
Greek (Liddell-Scott)
καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.
Greek Monolingual
καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῦν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].
Greek Monotonic
καθέψω: μέλ. -εψήσω,
I. βράζω κάτι καλά, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., απαλύνω, ησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθέψω: (только praes.)
1) варить, вываривать (βοτάνην Plut.);
2) высушивать (καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων ὁ ποταμός Diod.);
3) переваривать (τι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-έψω en καθεψέω koken:; ἡλίῳ καθεψεῖσθαι door de zon verbrand worden Luc. 39.25; overdr.. τἀργύριον geld verteren Aristoph. Ve. 795.
Middle Liddell
fut. -εψήσω
I. to boil down, Ar.
II. metaph. to soften, temper, Xen.