Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάρνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i> = [[κόρνοψ]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρνοψ''': -οπος, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. [[κόρνοψ]]· ― [[ἐντεῦθεν]] παρνόπιος [[Ἀπόλλων]], ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ [[θυσία]] συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ [[ὡσαύτως]] ὡς [[ὄνομα]] μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, [[αὐτόθι]]. ― [[Κατὰ]] Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι· οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «[[πάρνοψ]] ἀκρίδος [[εἶδος]], οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»
|lstext='''πάρνοψ''': -οπος, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. [[κόρνοψ]]· ― [[ἐντεῦθεν]] παρνόπιος [[Ἀπόλλων]], ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ [[θυσία]] συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ [[ὡσαύτως]] ὡς [[ὄνομα]] μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, [[αὐτόθι]]. ― [[Κατὰ]] Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι· οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «[[πάρνοψ]] ἀκρίδος [[εἶδος]], οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i> = [[κόρνοψ]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρνοψ Medium diacritics: πάρνοψ Low diacritics: πάρνοψ Capitals: ΠΑΡΝΟΨ
Transliteration A: párnops Transliteration B: parnops Transliteration C: parnops Beta Code: pa/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of locust, = κόρνοψ, Ar.Ach.150, Av.588, Nicophoi, Gal.UP3.2, Ael.NA6.19:—hence Παρνόπιος Ἀπόλλων, averter of locusts, Paus. 1.24.8: also Παρνοπίων, ωνος, ὁ, Str.13.1.64; as name of a month among the Aeolians of Asia, ibid. (nisi leg. Πορν-, v. Πορνόπιος).

German (Pape)

[Seite 524] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte = κόρνοψ.
Étymologie: DELG pas d'étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.

Greek (Liddell-Scott)

πάρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. κόρνοψ· ― ἐντεῦθεν παρνόπιος Ἀπόλλων, ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ θυσία συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ ὡσαύτως ὡς ὄνομα μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, αὐτόθι. ― Κατὰ Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι· οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «πάρνοψ ἀκρίδος εἶδος, οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»

Greek Monolingual

και πόρνοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῖαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον
μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό-πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ. -οψ (πρβλ. δρύοψ, σκάλοψ) και παράλληλο τ. με αρκτικό κ- (βλ. λ. κόρνοψ)].

Greek Monotonic

πάρνοψ: -οπος, ὁ, ακρίδα, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πάρνοψ: οπος ὁ саранча Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρνοψ -οπος, ὁ sprinkhaan.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: locust (Ar.).
Other forms: Aeol. Boeot. (Str. 13, 1,64) πόρνοψ, also κόρνοψ (Str. l.c.), -οπος. There is also πρανώ ἀκρίδος εἶδος H. and κάρνος μεγάλη ἀκρίς H. (Furnée 344, 388).
Derivatives: Παρνόπιος(-πίων) Ἀπόλλων (Paus., Str.), as defender against locusts, like Κορνοπίων, -ωνος as surname of Heracles in Oitaia (Str.); from it the Aeol. month-name Πορνόπιος, -πίων (Cyme, Str.). -- κορνώπιδες κώνωπες H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δρύοψ, σκάλοψ and other animal-names (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 w. n. 4); further unknown. The form with κ- may have been dissimilated from π- (cf. Schwyzer 29 8 f.). Suppositions which must be rejected (from Solmsen, Bally, Sturtevant) in Bq; not better Strömberg Wortstud. 16 f. -- Given the fact that there are more forms it is probable that we are not concerned sith a simple dissimilation; I think the word had a labio-velar of which the labial element could be lost before o (and the o itself is prob. from α after labio-velar). -οπ- is a Pre-Greek suffix.

Middle Liddell

πάρνοψ, οπος,
a locust, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

πάρνοψ: (Ar. u.a.),
{párnops}
Forms: äol. böot. (Str. 13, 1,64) πόρνοψ, auch κόρνοψ (Str. l.c.), -οπος
Grammar: m.
Meaning: Heuschrecke.
Derivative: Davon Παρνόπιος(-πίων) Ἀπόλλων (Paus., Str.), als Abwehrer von Heuschrecken, ebenso Κορνοπίων, -ωνος als Beiname des Herakles in Oitaia (Str.); danach der äol. Monatsname Πορνόπιος, -πίων (Kyme, Str.). — κορνώπιδες· κώνωπες H.
Etymology: Bildung wie δρύοψ, σκάλοψ und andere Tiernamen (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 m. A. 4); sonst dunkel. Die Form mit κ- kann aus π- dissimiliert sein (vgl. Schwyzer 29 8 f.). Abzulehnende Vermutungen (von Solmsen, Bally, Sturtevant) bei Bq; nicht besser Strömberg Wortstud. 16 f.
Page 2,475-476