κατάκορος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser [[κατακορής]]; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; [[χρῶμα]] κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, [[παῤῥησία]] Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ [[κατακορής]] Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Übermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser [[κατακορής]]; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; [[χρῶμα]] κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, [[παῤῥησία]] Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ [[κατακορής]] Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Übermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[κατακορής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκορος''': -ον, = [[κατακορής]], Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. [[διάκορος]]·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. [[μέλας]] Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ [[κατακορής]], ὑπερβολικὸς καὶ [[ὀχληρός]], τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7. | |lstext='''κατάκορος''': -ον, = [[κατακορής]], Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. [[διάκορος]]·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. [[μέλας]] Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ [[κατακορής]], ὑπερβολικὸς καὶ [[ὀχληρός]], τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, κ. μέλας Gp.16.2.1. II metaph., immoderate, κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21. κ.
German (Pape)
[Seite 1355] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser κατακορής; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; χρῶμα κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, παῤῥησία Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ κατακορής Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Übermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κατακορής.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκορος: -ον, = κατακορής, Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. διάκορος·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. μέλας Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ κατακορής, ὑπερβολικὸς καὶ ὀχληρός, τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.
Greek Monolingual
κατάκορος, -ον (AM)
ο τελείως κορεσμένος
αρχ.
άμετρος, υπερβολικός («ταῖς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).
επίρρ...
κατακόρως (AM κατακόρως)
υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)
μσν.
με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].
Greek Monotonic
κατάκορος: -ον = κατακορής· επίρρ. -ρως, υπερβολικά, υπέρμετρα, παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκορος: Polyb., Plut. v.l. = κατακορής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-κορος -ον [κατά, κορέννυμι] overdadig, buitensporig.
Middle Liddell
κατάκορος, ον = κατακορής
adv. -ρως, to excess, intemperately, ap. Dem.