λοίγιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loi/gios
|Beta Code=loi/gios
|Definition=ον, ([[λοιγός]]) [[pestilent]], [[deadly]], λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be [[sorrow]], 21.533, 23.310; λ. [[πῆμα]] A.R.1.469: neut. pl. [[λοίγια]], of [[poison]]s, Androm. ap. Gal.14.37.
|Definition=ον, ([[λοιγός]]) [[pestilent]], [[deadly]], λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be [[sorrow]], 21.533, 23.310; λ. [[πῆμα]] A.R.1.469: neut. pl. [[λοίγια]], of [[poison]]s, Androm. ap. Gal.14.37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοίγιος''': -ον, (λοιγὸς) [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι θὰ [[εἶναι]] ὀλέθριον τὸ [[τέλος]], Φ. 533., Ψ. 310· λ. [[πῆμα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
|lstext='''λοίγιος''': -ον, (λοιγὸς) [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, [[νομίζω]] ὅτι θὰ [[εἶναι]] ὀλέθριον τὸ [[τέλος]], Φ. 533., Ψ. 310· λ. [[πῆμα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίγιος Medium diacritics: λοίγιος Low diacritics: λοίγιος Capitals: ΛΟΙΓΙΟΣ
Transliteration A: loígios Transliteration B: loigios Transliteration C: loigios Beta Code: loi/gios

English (LSJ)

ον, (λοιγός) pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.

Greek (Liddell-Scott)

λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.

English (Autenrieth)

(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)

Greek Monolingual

λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.

Greek Monotonic

λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).

Middle Liddell

λοίγιος, ον λοιγός
pestilent, deadly, fatal, Il.