παλίωξις: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0452.png Seite 452]] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Theil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]], Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0452.png Seite 452]] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Theil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]], Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />retour offensif des fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἰώκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]]. | |lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 07:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (πάλι, ἰωκή) pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71; ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc.154: in late Prose, App.Mith.49.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Theil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν, Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
retour offensif des fuyards.
Étymologie: πάλιν, ἰώκω.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίωξις: ἡ, (πάλιν, ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω δίωξις τῶν διωκόντων, ὅταν δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· οὕτως, ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ προΐωξις, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. παλινδίωξις.
English (Autenrieth)
(ἴωξις, διώκω): pursuit back again, rally. (Il.)
Greek Monolingual
παλίωξις, ἡ (Α)
η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»].
Greek Monotonic
πᾰλίωξις: [ῑ], ἡ (παλίν, ἰωκή), εκ νέου καταδίωξη ως ανταπόδοση, όπως όταν οι καταδιωκόμενοι ξεφεύγουν και στρέφονται εναντίον των διωκτών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίωξις: εως (ῑ) ἡ ἰωκή стремительный переход из отступления в контратаку, взаимная контратака (παρὰ νηῶν Τρώων Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίωξις -εως, ἡ [πάλιν, ἰωκή] tegenaanval.
Middle Liddell
πᾰλί-¯ωξις, εως, [παλίν, ἰωκή
pursuit back again or in turn, as when fugitives rally and turn on their pursuers, Il., Hes.