πανδαισία: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσθαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσθαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />repas complet où tout abonde, repas où ne manque personne.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δαίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανδαισία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[δαΐς]]) πλῆρες [[συμπόσιον]], τελεία [[εὐωχία]], [[δεῖπνον]] μεγαλοπρεπὲς πάντα ἔχον ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλιπές, Ἡρόδ. 5. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 565, Πλούτ. 2. 1102Β, πρβλ. Ἰσαῖον παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. -Ὡσαύτως [[πανδαίσιον]], τό, Φώτ., Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πανδαισία]]˙ ἡ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν ἡδονὰς παρέχουσα [[εὐωχία]] ἢ πολυτελὴς [[τράπεζα]]»˙ [[προσέτι]] «πανδαισίαν˙ τὴν παντοδαπὰ ἐδέσματα καὶ πολυτελῆ ἔχουσαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | |lstext='''πανδαισία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[δαΐς]]) πλῆρες [[συμπόσιον]], τελεία [[εὐωχία]], [[δεῖπνον]] μεγαλοπρεπὲς πάντα ἔχον ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλιπές, Ἡρόδ. 5. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 565, Πλούτ. 2. 1102Β, πρβλ. Ἰσαῖον παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. -Ὡσαύτως [[πανδαίσιον]], τό, Φώτ., Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πανδαισία]]˙ ἡ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν ἡδονὰς παρέχουσα [[εὐωχία]] ἢ πολυτελὴς [[τράπεζα]]»˙ [[προσέτι]] «πανδαισίαν˙ τὴν παντοδαπὰ ἐδέσματα καὶ πολυτελῆ ἔχουσαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (δαίς) complete banquet at which no one and nothing fails, Hdt.5.20, Ar.Pax565, Is.Fr.100, Plu.2.1102a, Supp.Epigr.4.304.6 (Panamara), Alciphr.3.18:—also πᾰν-δαίσιον, τό, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσθαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
repas complet où tout abonde, repas où ne manque personne.
Étymologie: πᾶν, δαίς.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαισία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δαΐς) πλῆρες συμπόσιον, τελεία εὐωχία, δεῖπνον μεγαλοπρεπὲς πάντα ἔχον ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλιπές, Ἡρόδ. 5. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 565, Πλούτ. 2. 1102Β, πρβλ. Ἰσαῖον παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. -Ὡσαύτως πανδαίσιον, τό, Φώτ., Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πανδαισία˙ ἡ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν ἡδονὰς παρέχουσα εὐωχία ἢ πολυτελὴς τράπεζα»˙ προσέτι «πανδαισίαν˙ τὴν παντοδαπὰ ἐδέσματα καὶ πολυτελῆ ἔχουσαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
Greek Monolingual
ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ
πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι
νεοελλ.
μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία
β. πανδαισία χρωμάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαισία (< -δαίτης < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. κρεο-δαισία].
Greek Monotonic
πανδαισία: Ιων. -ίη, ἡ (δαίς), πλήρες συμπόσιο, συμπόσιο στο οποίο τίποτα δεν λείπει, σε Ηρόδ., Αριστοφ..
Russian (Dvoretsky)
πανδαισία: ион. πανδαισίη ἡ тж. pl. пышное пиршество, обильное угощение Her., Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδαισία -ας, ἡ, Ion. πανδαισίη [πᾶς, δαίς] compleet feestmaal.
Middle Liddell
παν-δαισία, ἡ, δαίς
a complete banquet, a banquet at which nothing is wanting, Hdt., Ar.