παραπαφίσκω: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] (s. [[ἀπαφίσκω]]), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; [[παρά]] μ' ἤπαφε [[δαίμων]], Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] (s. [[ἀπαφίσκω]]), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; [[παρά]] μ' ἤπαφε [[δαίμων]], Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρήπαφον]];<br />persuader insidieusement de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀπαφίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰπᾰφίσκω''': μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ [[παραπατάω]]: - [[παρασύρω]], παραπλανῶ, [[παρά]] μ’ [[ἤπαφε]] [[δαίμων]] Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας [[παραπείθω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
|lstext='''παρᾰπᾰφίσκω''': μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ [[παραπατάω]]: - [[παρασύρω]], παραπλανῶ, [[παρά]] μ’ [[ἤπαφε]] [[δαίμων]] Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας [[παραπείθω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρήπαφον]];<br />persuader insidieusement de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀπαφίσκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰπᾰφίσκω Medium diacritics: παραπαφίσκω Low diacritics: παραπαφίσκω Capitals: ΠΑΡΑΠΑΦΙΣΚΩ
Transliteration A: parapaphískō Transliteration B: parapaphiskō Transliteration C: parapafisko Beta Code: parapafi/skw

English (LSJ)

only in aor. 2 παρήπᾰφον, Ep. for παραπατάω, mislead, παρά μ' ἤπαφε δαίμων Od.14.488, cf. Theoc.27.12, APl.5.361; μολπῇσι π. πέτρας Orph.A.704; cajole, δῶρα καὶ θεοὺς π. Trag.Adesp. 434: c. inf., induce to do a thing by craft or fraud, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Il.14.360, cf. A.R.2.952.

German (Pape)

[Seite 492] (s. ἀπαφίσκω), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρήπαφον;
persuader insidieusement de, inf..
Étymologie: παρά, ἀπαφίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰπᾰφίσκω: μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ παραπατάω: - παρασύρω, παραπλανῶ, παρά μ’ ἤπαφε δαίμων Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας παραπείθω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.

English (Autenrieth)

aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.

Greek Monolingual

Α
1. εξαπατώ, αποπλανώ
2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο
3. θέλγω, γοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»].

Greek Monotonic

παρᾰπᾰφίσκω: μόνο στον αόρ. βʹ παρήπᾰφον, παρασύρω, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει ένα πράγμα με απάτη ή πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰπᾰφίσκω: (только aor. παρήπᾰφον) склонять, соблазнять (τινά Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-απαφίσκω, ep. aor. παρήπαφον, misleiden, verleiden:; καὶ πρίν με παρήπαφες ἁδέι μύθῳ jij hebt mij ook al eerder misleid met een mooi verhaaltje Theocr. Id. 27.12; met inf.: παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι een godheid heeft mij verleid alleen een hemd te dragen Od. 14.488 (in tmesis).

Middle Liddell

aor2 παρήπᾰφον only in aor2 παρήπᾰφον]
to mislead, beguile, Od.:—c. inf. to induce one to do a thing by craft or fraud, Il.