παρερύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0518.png Seite 518]] ([[ἐρύω]]), poc. u. ion. [[παρειρύω]], daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ [[στόμα]], verzerren, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0518.png Seite 518]] ([[ἐρύω]]), poc. u. ion. [[παρειρύω]], daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ [[στόμα]], verzerren, Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=tirer en avant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐρύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρερύω''': ποιητ. καὶ Ἰων. [[παρειρύω]], [[σύρω]] παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[σύρω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], παρειρύεται τὸ [[στόμα]], τὸ [[στόμα]] διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.
|lstext='''παρερύω''': ποιητ. καὶ Ἰων. [[παρειρύω]], [[σύρω]] παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[σύρω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], παρειρύεται τὸ [[στόμα]], τὸ [[στόμα]] διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.
}}
{{bailly
|btext=tirer en avant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐρύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρερύω Medium diacritics: παρερύω Low diacritics: παρερύω Capitals: ΠΑΡΕΡΥΩ
Transliteration A: parerýō Transliteration B: pareryō Transliteration C: pareryo Beta Code: pareru/w

English (LSJ)

Ion. παρειρύω, only aor. Act. and Pass., A draw along the side, φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36. IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.

German (Pape)

[Seite 518] (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

tirer en avant, acc..
Étymologie: παρά, ἐρύω.

Greek (Liddell-Scott)

παρερύω: ποιητ. καὶ Ἰων. παρειρύω, σύρω παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. σύρω πρὸς τὸ ἓν μέρος, παρειρύεται τὸ στόμα, τὸ στόμα διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρειρύω Α
1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.)
2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].

Greek Monotonic

παρερύω: -ειρύω, σύρω προς την πλευρά, φραγμόν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρερύω: ион. παρειρύω (aor. παρείρυσα) протягивать, выстраивать в длину (φραγμὸν ἔνθεν καὶ ἔνθεν Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ερύω Ion. παρειρύω erlangs trekken:; φραγμὸν παρείρυσαν zij trokken aan weerszijden een schutting op Hdt. 7.36.5; pass.: στόμα παρειρύσθη zijn mond was scheefgetrokken Hp. Epid. 3.1.1.

Middle Liddell

-ειρύω
to draw along the side, φραγμόν Hdt.