πρόστριμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;<br /><b>2</b> débris, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[προστρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]).
|lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;<br /><b>2</b> débris, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[προστρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστριμμα Medium diacritics: πρόστριμμα Low diacritics: πρόστριμμα Capitals: ΠΡΟΣΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: próstrimma Transliteration B: prostrimma Transliteration C: prostrimma Beta Code: pro/strimma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.). II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.

Greek Monotonic

πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.

Russian (Dvoretsky)

πρόστριμμα: ατος τό
1) осколок, обломок Plut.;
2) перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.

Middle Liddell

πρόστριμμα, ατος, τό, [from προστρῑ́βω]
that which is rubbed on: metaph. an affliction, Aesch.