σακχυφάντης: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ὁ, einer der Säcke, Durchschläge, Seihetücher, auch Kopfnetze (Poll. 10, 192) flicht, webt, Dem. 48, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ὁ, einer der Säcke, Durchschläge, Seihetücher, auch Kopfnetze (Poll. 10, 192) flicht, webt, Dem. 48, 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui tresse des poils de chèvres <i>ou</i> du crin ; fabricant de sacs, de tamis, de réseaux pour les cheveux, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[σάκκος]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σακχῠφάντης''': -ου, ὁ, ([[ὑφαίνω]]) ὁ ὑφαίνων σάκκον, «σακκιά», τρίχινον [[ὕφασμα]], Δημ. 1170. 27, Πολυδ. Ι΄, 192.
|lstext='''σακχῠφάντης''': -ου, ὁ, ([[ὑφαίνω]]) ὁ ὑφαίνων σάκκον, «σακκιά», τρίχινον [[ὕφασμα]], Δημ. 1170. 27, Πολυδ. Ι΄, 192.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui tresse des poils de chèvres <i>ou</i> du crin ; fabricant de sacs, de tamis, de réseaux pour les cheveux, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[σάκκος]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:52, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακχῠφάντης Medium diacritics: σακχυφάντης Low diacritics: σακχυφάντης Capitals: ΣΑΚΧΥΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: sakchyphántēs Transliteration B: sakchyphantēs Transliteration C: sakchyfantis Beta Code: sakxufa/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὑφαίνω) one who weaves sackcloth, sailmaker, D.48.12, IG22.2403 (iv B.C.), Poll.10.191, Hsch.; cf. σακκοϋφάντης.

German (Pape)

[Seite 859] ὁ, einer der Säcke, Durchschläge, Seihetücher, auch Kopfnetze (Poll. 10, 192) flicht, webt, Dem. 48, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tresse des poils de chèvres ou du crin ; fabricant de sacs, de tamis, de réseaux pour les cheveux, etc.
Étymologie: σάκκος, ὑφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σακχῠφάντης: -ου, ὁ, (ὑφαίνω) ὁ ὑφαίνων σάκκον, «σακκιά», τρίχινον ὕφασμα, Δημ. 1170. 27, Πολυδ. Ι΄, 192.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που υφαίνει σακιά ή τρίχινα υφάσματα, ο σακκοϋφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-ϋφάντης, με τροπή του -κ- στο αντίστοιχο δασύ πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

σακχῠφάντης: -ου, ὁ (σάκκος, ὑφαίνω), αυτός που υφαίνει ύφασμα από τρίχες κατσίκας, σακόπανα ή λινάτσες· αυτός που υφαίνει πανιά πλοίου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σακχῠφάντης: ου ὁ изготовляющий мешковину Dem.

Middle Liddell

σακχ-ῠφάντης, ου, ὁ, σάκκος, ὑφαίνω
one who weaves sackcloth, a sailmaker, Dem.